Ένα φάρμακο που χρησιμοποιείται για τη θεραπεία του διαβήτη τύπου 2 ή για τη διαχείριση του βάρους σε ενήλικες φαίνεται να είναι ασφαλές και αποτελεσματικό και για παιδιά που είναι παχύσαρκα– τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα, σύμφωνα με νέα μελέτη. Πρόκειται για την λιραγλουτίδη, έναν αγωνιστή υποδοχέα GLP-1, που μιμείται μια φυσική ορμόνη στο σώμα για τη ρύθμιση της όρεξης και των επιπέδων σακχάρου στο αίμα.
Το φάμακο, το οποίο χορηγείται με υποδόρια ένεση, εγκρίθηκε για πρώτη φορά στις ΗΠΑ το 2010, ως συμπληρωματική θεραπεία για τον διαβήτη τύπου 2. Τέσσερα χρόνια αργότερα, εγκρίθηκε για τη διαχείριση βάρους σε ενήλικες που θεωρούνταν υπέρβαροι ή παχύσαρκοι. Παρά την αυξανόμενη δημοτικότητά της, οι μακροπρόθεσμες επιπτώσεις της λιραγλουτίδης και παρόμοιων φαρμάκων εξακολουθούν να διερευνώνται, ενώ η χρήση τους στα παιδιά παραμένει αμφιλεγόμενη.
Ενώ ορισμένοι επιστήμονες έχουν προειδοποιήσει ότι η λιραγλουτίδη μπορεί να είναι επικίνδυνη ή να προκαλέσει ανεπιθύμητες παρενέργειες σε παιδιά, το 2019, η Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων των ΗΠΑ, την ενέκρινε για χρήση σε ασθενείς με διαβήτη τύπου 2, ηλικίας 10 ετών και άνω. Ωστόσο, μέχρι σήμερα, δεν έχουν εγκριθεί φάρμακα για τη θεραπεία της παχυσαρκίας σε παιδιά κάτω των 12 ετών.
Μια κλινική δοκιμή φάσης 3 στην οποία συμμετείχαν 82 παιδιά έδειξε ότι η λιραγλουτίδη, σε συνδυασμό με άλλες παρεμβάσεις στον τρόπο ζωής, είναι ασφαλής και αποτελεσματική για παιδιά ηλικίας έως 6 ετών. Περίπου ένα χρόνο μετά την έναρξη της κλινικής δοκιμής, η οποία χρηματοδοτήθηκε από την εταιρεία Novo Nordisk που παρασκευάζει το εν λόγω φάρμακο, διαπιστώθηκε ότι τα παιδιά- ηλικίας 6 έως 12 ετών- που έλαβαν λιραγλουτίδη, μείωσαν τον Δείκτη Μάζας Σώματός τους (ΔΜΣ) κατά 5,8%. Όσα παιδιά έλαβαν εικονικό φάρμακο κατά την ίδια περίοδο, παρουσίασαν αυξημένο ΔΜΣ κατά περίπου 1,6%. Η δοκιμή διήρκεσε πάνω από 4 χρόνια (56 εβδομάδες) και οι ερευνητές παρακολούθησαν την απώλεια βάρους, τις παρενέργειες και άλλους δείκτες υγείας των παιδιών καθ’ όλη τη διάρκεια της μελέτης.
«Η μελέτη μας έδειξε ότι η διαστολική αρτηριακή πίεση και τα επίπεδα σακχάρου στο αίμα βελτιώθηκαν περισσότερο στα παιδιά που έλαβαν λιραγλουτίδη παρά σε αυτά που έλαβαν εικονικό φάρμακο», εξηγεί η επικεφαλής ερευνήτρια και παιδίατρος Κλόντια Φοξ από το Πανεπιστήμιο της Μινεσότα.
Ο επιπολασμός των αρνητικών παρενεργειών ήταν περίπου ο ίδιος και στις δύο ομάδες, αν και τα παροδικά γαστρεντερικά προβλήματα– όπως ναυτία και έμετος- που αναφέρθηκαν, ήταν σχεδόν 30% πιο συχνά στην ομάδα που έλαβε την λιραγλουτίδη.
«Μέχρι σήμερα, τα παιδιά δεν είχαν ουσιαστικά καμία επιλογή για τη θεραπεία της παχυσαρκίας», υποστηρίζει η Φοξ.
«Τους έλεγαν να προσπαθούν περισσότερο με δίαιτα και άσκηση. Τώρα με τη δυνατότητα ενός φαρμάκου που αντιμετωπίζει την υποκείμενη φυσιολογία της παχυσαρκίας, υπάρχει ελπίδα ότι τα παιδιά που ζουν με παχυσαρκία μπορούν να ζήσουν πιο υγιή, πιο παραγωγική ζωή» προσθέτει.
Σε ένα συνοδευτικό άρθρο, οι παιδίατροι Τζούλιαν Χάμιλτον-Σιλντ και Τίμοθι Μπάρετ υποστηρίζουν ότι η Φοξ και οι συνεργάτες της έχουν παράσχει «απαραίτητα στοιχεία» για τις επιπτώσεις της λιραγλουτίδης σε μικρά παιδιά με παχυσαρκία. Ωστόσο, σημειώνουν πως δεν μετρήθηκε η σύσταση σώματος. Επιπλεόν, μετά τη διακοπή της θεραπείας, τα παιδιά που είχαν λάβει το φάρμακο, εμφάνισαν αύξηση του ΔΜΣ, «το οποίο είναι ανησυχητικό γιατί υποδηλώνει τη συνεχιζόμενη ανάγκη για φαρμακοθεραπεία», εξηγούν οι δυο παιδίατροι.
Οι ίδιες ανησυχίες ισχύουν και για τους ενήλικες που λαμβάνουν αυτά τα φάρμακα. Πρόσφατες μελέτες έχουν δείξει ότι ο μέσος ασθενής συνήθως ανακτά περίπου τα 2/3 του βάρους που έχασε, μέσα σε ένα χρόνο. Οι σημαντικές διακυμάνσεις στο βάρος κατά την παιδική ηλικία θα μπορούσαν να αποτελέσουν σοβαρό κίνδυνο για την ανάπτυξη των παιδιών, προειδοποιούν οι επιστήμονες.
Μια μελέτη που δημοσιεύθηκε πέρυσι στην επιστημονική επιθεώρηση «Cambridge Core», ορισμένοι επιστήμονες προειδοποίησαν ότι «έχει δοθεί ελάχιστη προσοχή στις πιθανές ακούσιες συνέπειες ή δυσμενείς επιπτώσεις αυτών των φαρμάκων στα παιδιά και τους εφήβους κατά την κρίσιμη περίοδο ανάπτυξής τους».
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «New England Journal of Medicine».
ΠΗΓΗ: Science Alert
www.ertnews.gr