Τι τροφοδοτεί τις μεγάλες πυρκαγιές που εξακολουθούν να μαίνονται σε διαφορετικές πολιτείες των ΗΠΑ, και γιατί γίνονται όλο και μεγαλύτερες σε διάρκεια; Ευθύνεται μόνο η κλιματική αλλαγή; Παίζει ρόλο η μακρά ιστορία της καταπολέμησης κάθε πυρκαγιάς; Τι μπορεί να γίνει για τα δάση στις δυτικές πολιτείες που είναι ευάλωτα στις πυρκαγιές;
Τρεις αμερικανοί ερευνητές προσκάλεσαν 40 πυροσβέστες και δασολόγους που ζουν στις Δυτικές ΗΠΑ και τον Καναδά, να απαντήσουν σε αυτά τα ερωτήματα σε μια σειρά μελετών που δημοσιεύτηκαν στις 2 Αυγούστου 2021.
Γιατί χειροτερεύουν οι πυρκαγιές;
Η κλιματική αλλαγή αποτελεί ένα μεγάλο μέρος αυτού του προβλήματος, λένε οι ειδικοί. Οι εποχές πυρκαγιάς είναι ήδη κατά μέσο όρο 40 έως 80 ημέρες μεγαλύτερες σε διάρκεια από ό,τι ήταν πριν από 30 χρόνια. Οι ετήσιες ξηρασίες είναι πιο έντονες και διευκολύνουν την ξήρανση των καυσίμων και την ανάφλεξη και εξάπλωση των πυρκαγιών. Τα ακραία καιρικά φαινόμενα, που χαρακτηρίζονται από αστραπές και ισχυρούς ανέμους, είναι επίσης όλο και πιο συχνά και ευνοούν την ταχεία ανάπτυξη πυρκαγιών, όπως είδαμε πρόσφατα στο Bootleg του Όρεγκον, αλλά και στην Καλιφόρνια και το Κολοράντο το 2020.
Το πρόβλημα με την καταπολέμηση κάθε πυρκαγιάς
Ιστορικά, οι πυρκαγιές ήταν συχνές στα περισσότερα δάση των δυτικών ΗΠΑ, εκτός από τις υγρές περιοχές, όπως αυτές κατά μήκος της βορειοδυτικής ακτής του Ειρηνικού και στη Βρετανική Κολομβία. Οι συχνές ή περιοδικές πυρκαγιές στο πλαίσιο της πυροσβεστικής καλλιέργειας (πολιτιστική καύση) των αυτοχθόνων και οι κεραυνοί, δημιούργησαν ένα συνονθύλευμα από χορτολιβαδικές και θαμνώδεις εκτάσεις και αναγεννώμενα δάση όλων των ηλικιών.
Οι πυρκαγιές του παρελθόντος επηρεάζουν τον τρόπο με τον οποίο μαίνονται οι επόμενες πυρκαγιές και τι αφήνουν πίσω τους. Για παράδειγμα, οι πρακτικές καύσης των αυτοχθόνων όχι μόνο ενισχύουν τους πολιτιστικούς πόρους και τα ενδιαιτήματα της άγριας ζωής, αλλά μειώνουν και την ποσότητα και τη σύνδεση των καυσίμων που οδηγούν σε μεγάλες και σοβαρές πυρκαγιές. Παρομοίως, οι πυρκαγιές από κεραυνούς δημιουργούν δασικά τοπία που είναι λιγότερο πιθανό να καούν όλα μαζί.
Οι ΗΠΑ και ο Καναδάς καταστέλλουν αποτελεσματικά σχεδόν όλες τις πυρκαγιές, κατά 97% με 98%. Ωστόσο, αυτό το μικρό ποσοστό πυρκαγιών που δεν σβήνει, καίγεται στο αποκορύφωμα κάθε αντιπυρικής περιόδου, όταν οι ξηρές και ακραίες καιρικές συνθήκες εμποδίζουν ακόμη και τις πιο επιθετικές προσπάθειες καταστολής τους.
Χωρίς να το θέλουν, εστιάζοντας στους βραχυπρόθεσμους κινδύνους πυρκαγιών, οι ΗΠΑ προδιαθέτουν τα δάση να καούν υπό τις χειρότερες συνθήκες. Η καταστολή των πυρκαγιών συμβάλλει σε αυτό που συχνά αναφέρεται ως το παράδοξο της φωτιάς στην άγρια φύση – όσο περισσότερο αποτρέπουμε τις πυρκαγιές βραχυπρόθεσμα, τόσο χειρότερες γίνονται όταν επιστρέφουν.
Σε μία νέα μελέτη, ο ερευνητής οικολόγος Πολ Χέσμπουργκ και οι συν-συγγραφείς της, εξηγούν πώς οι διαχειριστές πυρκαγιών μπορούν να μετριάσουν τη σοβαρότητα των μελλοντικών πυρκαγιών με τη διαχείριση των δασών που αποκλείονται από τη φωτιά, ώστε να ενισχύσουν την ανθεκτικότητα στις πυρκαγιές και την ξηρασία. Οι διαχειριστικές προσεγγίσεις περιλαμβάνουν την αραίωση πυκνών δασών, τη μείωση της καύσιμης ύλης μέσω προδιαγεγραμμένης καύσης και τη διαχείριση των πυρκαγιών για την αποκατάσταση πιο τυπικών προτύπων δασών, λιβαδιών, θαμνωδών περιοχών και δασικών εκτάσεων.
Σε μια δεύτερη μελέτη, η καθηγήτρια οικολογίας στο Πανεπιστήμιο της Γουάσιγκτον Κίλα Χάγκμαν και οι συν-συγγραφείς της, περιγράφουν πώς ένας αιώνας εξάλειψης πυρκαγιών και οι πρακτικές διαχείρισης των δασών, έθεσαν σε κίνδυνο τη βιοποικιλότητα των δασών και τις κοινωνικές και οικολογικές αξίες, συμπεριλαμβανομένων των πολιτιστικά σημαντικών πόρων, της ποσότητας και της ποιότητας του νερού, της σταθερότητας των αποθεμάτων άνθρακα, της αναψυχής και της ποιότητας του αέρα.
Για παράδειγμα, η εξάλειψη πυρκαγιών έθεσε σε κίνδυνο συστάδες λεύκης οι οποίες ήταν εστίες βιοποικιλότητας για πολλά ζώα όπως οι αρκούδες. Η αυξημένη δασοκάλυψη εκτρέπει το νερό από τα λιβάδια, επιτρέποντας στα δάση κωνοφόρων να καταπατήσουν περαιτέρω τα ενδιαιτήματα της λεύκης.
Μια λύση
Εν μέσω της τρομακτικής πραγματικότητας της κλιματικής αλλαγής και των σοβαρών πυρκαγιών, υπάρχει μια λύση για τα δάση στις δυτικές ΗΠΑ.
Σε μια τρίτη μελέτη, η ερευνήτρια Σούζαν Πρίτσαρντ και οι συνάδελφοί της, εξετάζουν ποιες προσεγγίσεις προσαρμοστικής διαχείρισης των δασών έχουν λειτουργήσει για την αύξηση της ανθεκτικότητας στις πυρκαγιές και την κλιματική αλλαγή. Υπάρχουν ισχυρές επιστημονικές αποδείξεις ότι η μείωση της καύσιμης ύλης μέσω της αραίωσης των δασών, της προδιαγεγραμμένης αλλά και της πολιτιστικής καύσης και των ελεγχόμενων πυρκαγιών- είναι αποτελεσματικές προσεγγίσεις για τον μετριασμό των μελλοντικών επιπτώσεων των πυρκαγιών στα συγκεκριμένα δάση. Ωστόσο, οι διαχειριστές γης δεν μπορούν να περιμένουν ότι αυτές οι μεθόδοι θα αποδώσουν εάν εφαρμόζονται μόνο σε ένα μικρό ποσοστό των δασών των δυτικών ΗΠΑ.
Όταν συνδυάζονται, η αραίωση των δασών και η προδιαγεγραμμένη καύση σε ξηρά δάση πεύκου ponderosa αλλά και γενικά σε ξηρά και υγρά δάση μικτών κωνοφόρων έχει αποδειχθεί ότι είναι ιδιαίτερα αποτελεσματικές μέθοδοι στη μείωση των ζημιών από πυρκαγιές στα δάση. Ωστόσο, αυτός ο τύπος θεραπείας δεν είναι κατάλληλος για όλους τους τύπους δασών. Οι διαχειριστές πυρκαγιών σε ορισμένες περιοχές και εθνικά πάρκα έχουν επιτρέψει σε πυρκαγιές που ξεκίνησαν από κεραυνό, να μαίνονται υπό ορισμένες συνθήκες, περιορίζοντας γενικά το μέγεθος και τη σοβαρότητα των επόμενων πυρκαγιών.
Ωστόσο, δεδομένης της τεράστιας ποικιλομορφίας των δασών των δυτικών ΗΠΑ, δεν υπάρχει μια λύση που να ταιριάζει σε όλες τις περιπτώσεις. Η αραίωση και η προδιαγεγραμμένη καύση δεν είναι κατάλληλες ή εφικτές παντού. Στην πραγματικότητα, μόνο ένα μέρος των περιοχών μπορεί να αντιμετωπιστεί με αυτόν τον τρόπο.
Σε αυτή την εποχή των θερμότερων, ξηρότερων καλοκαιριών και των μεγαλύτερων περιόδων πυρκαγιάς, δεν υπάρχουν λύσεις χωρίς φωτιά ή καπνό. Η τρέχουσα προσέγγιση στη διαχείριση των πυρκαγιών θέτει αδικαιολόγητα υψηλούς κινδύνους για τα δάση. Το πώς θα επιλέξουμε να ζήσουμε με τη φωτιά εξαρτάται από εμάς, καταλήγουν οι επιστήμονες.
ΠΗΓΗ: TheConversation
www.ertnews.gr