Η οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας θα παραμείνει «ρωμαλέα» το 2022, φθάνοντας το 3,5% του ΑΕΠ παρά τον «αρνητικό αντίκτυπο του πολέμου στην Ουκρανία, σύμφωνα με το ΔΝΤ.
Πάντως, «οι υψηλές τιμές της ενέργειας αναμένεται να πιέσουν προς τα πάνω τον πληθωρισμό στο 6,1% κατά μέσον όρο», ενώ «τόσο η ανάπτυξη, όσο και ο πληθωρισμός αναμένεται να επιβραδυνθούν το 2023 φθάνοντας το 2,6% και το 1,2%» αντίστοιχα, αναφέρει ανακοίνωση Τύπου που έδωσε στη δημοσιότητα χθες Τρίτη το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο, η οποία συνοψίζει τα συμπεράσματα της λεγόμενης «αποστολής του Άρθρου 4» για το 2022.
Όπως εξηγείται στη Δήλωση Συμπερασμάτων της επίσκεψης (ή «αποστολής») του ΔΝΤ, το δημόσιο χρέος «βρίσκεται σε πτωτική τροχιά και οι κίνδυνοι ως προς την αναχρηματοδότηση του μοιάζουν διαχειρίσιμοι μεσοπρόθεσμα». Ωστόσο, συνεχίζουν να υπάρχουν «πτωτικοί κίνδυνοι» που επισκιάζουν την προοπτική της ελληνικής οικονομίας, ειδικά σε περίπτωση «περαιτέρω κλιμάκωσης του πολέμου στην Ουκρανία» και λόγω των ακόμη «σημαντικών αβεβαιοτήτων που σχετίζονται με την πανδημία».
Το Συμβούλιο των Εκτελεστικών Διευθυντών του διεθνούς χρηματοπιστωτικού θεσμού της Ουάσινγκτον πάντως «καλωσορίζει την ισχυρότερη του προσδοκώμενου ανάκαμψη» της οικονομίας της Ελλάδας μετά την πανδημία που αποδίδει στη «σθεναρή δημοσιονομική αντίδραση, την χαλαρή νομισματική πολιτική και τις συνετές πολιτικές» καθώς και στην «αξιοσημείωτη στήριξη της ΕΕ».
Πάντα κατά την εκτίμηση του ΔΝΤ, «παρά το ότι το περιβάλλον είχε πολλές προκλήσεις, προχώρησαν μεταρρυθμίσεις σε αρκετά πεδία, συμπεριλαμβανομένων της ψηφιοποίησης, των ιδιωτικοποιήσεων, της βελτίωσης του μείγματος δημοσιονομικής πολιτικής, και της αποκατάστασης των ισολογισμών των τραπεζών». Στην ανακοίνωση υπενθυμίζεται ακόμη ότι η Ελλάδα αποπλήρωσε τον Απρίλιο, νωρίτερα από το προβλεπόμενο χρονοδιάγραμμα, όλες τις πιστώσεις του ΔΝΤ που εκκρεμούσαν.