Ο χειμερινός καύσωνας που έπληξε τη Λατινική Αμερική τους τελευταίους δύο μήνες έγινε 100 φορές πιο πιθανός εξαιτίας των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου που διατάραξαν το κλίμα, όπως δείχνει νέα μελέτη. Οι θερμοκρασίες ξεπέρασαν τους 40 βαθμούς Κελσίου στα τέλη του χειμώνα και στις αρχές της άνοιξης στο νότιο ημισφαίριο, επηρεάζοντας εκατομμύρια ανθρώπους και προκαλώντας θανάτους που σχετίζονται με τη ζέστη.
Αν και το φαινόμενο Ελ Νίνιο ευθύνεται εν μέρει, η μελέτη των ερευνητών του World Weather Attribution αποκάλυψε ότι η ανθρωπογενής κλιματική κρίση ήταν μακράν η κύρια αιτία της ασυνήθιστης ζέστης. Η μελέτη εξέτασε τις 10 διαδοχικές θερμότερες ημέρες του Αυγούστου και του Σεπτεμβρίου στην Παραγουάη, την κεντρική Βραζιλία και τμήματα της Βολιβίας και της Αργεντινής, όπου εκδόθηκαν προειδοποιήσεις για καύσωνα.
Χρησιμοποιώντας μια στατιστική ανάλυση ιστορικών τάσεων, επιτόπιων δεδομένων και υπολογιστικών μοντέλων, οι ερευνητές διαπίστωσαν πως οι θερμοκρασίες κατά την περίοδο αυτή, αυξήθηκαν κατά 1,4 με 4,3 βαθμούς Κελσίου ως αποτέλεσμα της υπερθέρμανσης του πλανήτη. Εάν η παγκόσμια θέρμανση αυξηθεί κατά 2 βαθμούς Κελσίου σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα, παρόμοιοι καύσωνες θα αναμένονται κάθε πέντε ή έξι χρόνια.
Ο Λίνκολν Άλβεζ, ερευνητής στο Εθνικό Ινστιτούτο Διαστημικών Ερευνών της Βραζιλίας, δήλωσε ότι το κύριο πόρισμα της μελέτης είναι ότι πίσω από τα ακραία φαινόμενα κρύβονται ανθρώπινοι και όχι φυσικοί παράγοντες.
«Θέλουμε να είμαστε σαφείς: το Ελ Νίνιο αύξησε λίγο τις θερμοκρασίες, αλλά χωρίς την κλιματική αλλαγή, η εαρινή ζέστη τέτοιας έντασης θα ήταν εξαιρετικά απίθανη», δήλωσε.
Τέσσερις θάνατοι που σχετίζονται με τη ζέστη αναφέρθηκαν στο Σάο Πάολο, όπου καταγράφηκαν 37 βαθμοί Κελσίου, σύμφωνα με τους επιστήμονες, αν και λένε ότι ο πραγματικός απολογισμός πιθανόν να μην γίνει γνωστός για αρκετούς μήνες. Στα δυτικά, στα ψηλά βουνά των Άνδεων της Χιλής, οι σταθμοί παρακολούθησης κατέγραψαν 37 βαθμούς Κελσίου τον Αύγουστο. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να λιώσει το χιόνι κάτω από το υψόμετρο των 3.000 μέτρων, γεγονός που έχει αντίκτυπο στους κατοίκους των κοιλάδων, οι οποίοι εξαρτώνται από το λιωμένο νερό κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού. Στα βόρεια, πολλές περιοχές του τροπικού δάσους του Αμαζονίου πλήττονται από ξηρασία. Τουλάχιστον 139 ποταμοδέλφινα που απειλούνται με εξαφάνιση πέθαναν στη λίμνη Τεφέ, της οποία το νερό είναι καυτό εξαιτίας της παρατεταμένης ξηρασίας. Στη μελέτη τους, οι ερευνητές εξετάζουν και άλλους καλοκαιρινούς καύσωνες που έπληξαν στο βόρειο ημισφαίριο, τις πυρκαγιές στον Καναδά και τις πλημμύρες στη Λιβύη.
Η ομάδα των ερευνητών προέτρεψε τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής σε όλο τον κόσμο να ενισχύσουν την κοινωνική ανθεκτικότητα στη ζέστη. Ωστόσο δήλωσαν ότι το πιο σημαντικό αντίμετρο είναι να αντιμετωπιστεί η βασική αιτία των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου.
«Βιώνουμε πλέον όλο και περισσότερες επικίνδυνα ζεστές ημέρες κάθε χρόνο», δήλωσε ο Ιζιντίν Πίντο, ερευνητής στο Βασιλικό Μετεωρολογικό Ινστιτούτο των Κάτω Χωρών.
«Αν δεν αναλάβουμε φιλόδοξη δράση για την ταχεία μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου, οι ανοιξιάτικοι καύσωνες θα γίνουν πιο έντονοι, επηρεάζοντας ευάλωτους ανθρώπους και διαταράσσοντας οικοσυστήματα που είναι ζωτικής σημασίας για τη ρύθμιση του κλίματος», κατέληξε ο επιστήμονας.
ΠΗΓΗ: Guardian
www.ertnews.gr