Με την εξέταση μαρτύρων του κατηγορητηρίου συνεχίζεται για 6η μέρα, στην αίθουσα του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου Θεσσαλονίκης, η δίκη των 12 κατηγορουμένων για τη φονική επίθεση, με οπαδικά κίνητρα, εναντίον του 19χρονου Άλκη Καμπανού, τα ξημερώματα της 1ης Φεβρουαρίου 2022, στην περιοχή της Χαριλάου.
Στο δικαστήριο έχει κληθεί να καταθέσει αστυνομικός του Τμήματος Εγκλημάτων κατά Ζωής Θεσσαλονίκης, ο οποίος συμμετείχε στις έρευνες για την ταυτοποίηση των δραστών. Πριν ανέβει ο αστυνομικός στο βήμα του μάρτυρα, θα κληθεί να απαντήσει σε συμπληρωματικές ερωτήσεις της εισαγγελέως της έδρας, ο 20χρονος φοιτητής, με την κατάθεση του οποίου ολοκληρώθηκε η τελευταία συνεδρίαση, την Δευτέρα.
O νεαρός βρισκόταν στην παρέα του άτυχου Άλκη, ενώ κατά την εκδήλωση της δολοφονικής επίθεσης στα σκαλοπάτια της πολυκατοικίας επί της οδού Θ. Γαζή πρόλαβε να φύγει αλώβητος από το σημείο.
Μάλιστα, αποκάλυψε στους δικαστές έναν άγνωστο διάλογο μεταξύ των δραστών, μετά την ερώτηση που απηύθυναν στην πενταμελή παρέα για την ομάδα που υποστηρίζουν και την απάντηση ότι είναι Άρης.
Ο μάρτυρας κατέθεσε ότι άκουσε κάποιον από τους κατηγορούμενους να λέει «δεν είναι αυτοί, δεν τους ξέρω, πάμε να φύγουμε» για να πει κάποιος άλλος τη φράση «στα […] μας. Πάμε!».
Εξεταζόμενος από το δικαστήριο, ο 20χρονος αναφέρθηκε στη στιγμή της επίθεσης, λέγοντας ότι «είδα 5-6 άτομα να έρχονται προς τα πάνω μου, αντίκρισα ένα μαχαίρι και λοστό, κατάλαβα ότι κάτι δεν πάει καλά», με τον ίδιο να δέχεται «ορισμένες μπουνιές» χωρίς να τραυματιστεί, αφού έβαλε για κάλυψη τα χέρια του, ενώ περιέγραψε τον τρόπο που κατάφερε να ξεφύγει τρέχοντας προς την οδό Πλαστήρα, παρότι κάποιος επιχείρησε προς στιγμήν να τον κυνηγήσει.
Για τον θάνατο του Άλκη έμαθε -όπως είπε- στο νοσοκομείο και μέχρι τότε πίστευε πως τόσο ο 19χρονος όσο και ο άλλος φίλος τους που χτυπήθηκε άγρια από τους δράστες είχαν καταφέρει να διαφύγουν «από την αντίθετη πλευρά του δρόμου».
Απαντώντας σε ερωτήσεις των συνηγόρων υπεράσπισης, ο 20χρονος (δεν παρίσταται στη δίκη ως πολιτικώς ενάγων, σε αντίθεση με τους άλλους παθόντες) εξέφρασε την άποψη ότι οι δράστες «δεν είχαν σκοπό να σκοτώσουν, αλλά σίγουρα ήθελαν να προκαλέσουν κακό».