«Η έρευνα και η δικαιοσύνη δεν επιτρέπεται να καθοδηγούνται από τις κάμερες και τη «δίψα» για εντυπωσιασμό» τονίζει η εγκληματολόγος Κέλλυ Ιωάννου.
Καταιγιστικές είναι εξελίξεις στην υπόθεση με τους θανάτους των πέντε βρεφών στην Αμαλιάδα, παρουσία της 24χρονης Ειρήνης Μουρτζούκου, με την ΕΛ.ΑΣ κάθε μέρα να έρχεται και «πιο κοντά» στην απάντηση για το τι έχει πραγματικά συμβεί. Την ίδια στιγμή σε καθημερινή βάση σε όλες τις ζώνες τηλεοπτικών εκπόμπών φιλοξενούνται τα πρόσωπα που εμπλέκονται στην υπόθεση και ακούμε διάφορες πτυχές και γενονότα που εν πολλοίς «κιτρινίζουν» και δεν σχετίζονται άμεσα με τους θανάτους των πέντε παιδιών.
Η εγκληματολόγος και δρ. Κλινικής Εγκληματολογίας Κέλλυ Ιωάννου μιλώντας στο Dnews εξήγησε γιατί υποθέσεις σαν την Αμαλιάδα δεν πρέπει να μονοπωλούν τους τηλεοπτικούς δέκτες με απανωτά ρεπορτάζ, live αντιπαραθέσεις των εμπλεκομένων και ντοκουμέντα σαν να βρισκόμαστε σε αίθουσα δικαστηρίου ή ανακριτικό γραφείο.
«Η υπόθεση της Αμαλιάδας έχει προκαλέσει καταιγισμό δημοσιότητας, αλλά και πολλά ερωτήματα για το πώς τα ΜΜΕ διαχειρίζονται ευαίσθητες εγκληματολογικές υποθέσεις. Το κοινό, «κολλημένο» στις λεπτομέρειες που προβάλλονται, είναι θύμα ενός φαινομένου που οι επιστήμονες αποκαλούν CSI Effect. Αυτή η τάση, που επηρεάζεται από τηλεοπτικές σειρές εγκληματολογίας, μας κάνει να περιμένουμε άμεσες και αλάνθαστες λύσεις σε εγκλήματα – σε αντίθεση με την πραγματικότητα, όπου οι έρευνες απαιτούν χρόνο, μεθοδικότητα και μεγάλη προσοχή» εξηγεί η Κέλλυ Ιωάννου.
«Όταν το κοινό εκτίθεται συνεχώς σε «σενάρια κλειδαρότρυπας», οι προσδοκίες διαστρεβλώνονται»
«Τα ΜΜΕ, συχνά με στόχο την αύξηση της τηλεθέασης, δεν διστάζουν να παρουσιάσουν κάθε λεπτομέρεια σαν να είναι μέρος ενός θρίλερ. Και εδώ είναι που αρχίζουν τα προβλήματα. Όταν το κοινό εκτίθεται συνεχώς σε «σενάρια κλειδαρότρυπας» και δραματοποιημένες εκδοχές της αλήθειας, οι προσδοκίες διαστρεβλώνονται. Οι μελέτες επιβεβαιώνουν ότι αυτή η παραμόρφωση δεν είναι απλώς άκακη: μπορεί να επηρεάσει τους μάρτυρες, να διαμορφώσει αρνητικά την κοινή γνώμη, ακόμα και να προκαταβάλει το δικαστικό σώμα.
Ένας από τους πιο επιζήμιους μύθους που συντηρούνται είναι η σύνδεση της ψυχικής ασθένειας με την εγκληματικότητα, μια παρερμηνεία που επιστημονικά δεν στέκει. Οι έρευνες στη δικαστική ψυχολογία (όπως εκείνες των Monahan, Douglas, και άλλων κορυφαίων επιστημόνων) έχουν δείξει ξεκάθαρα ότι η ψυχική ασθένεια δεν είναι καθοριστικός παράγοντας για την εγκληματική συμπεριφορά. Ωστόσο, τα ΜΜΕ συνεχίζουν να ενισχύουν αυτό το στερεότυπο, δημιουργώντας άδικες προκαταλήψεις για άτομα με ψυχικές ασθένειες, που στιγματίζονται και κατηγοριοποιούνται λανθασμένα.» συνεχίζει η κ. Ιωάννου.
Η δικαστική έρευνα δεν πρέπει να γίνεται θέαμα
Για την κα Ιωάννου «η ηθική διάσταση αυτού του ζητήματος είναι επίσης καίρια: όταν τα ΜΜΕ κατασκευάζουν σενάρια για να τραβήξουν την προσοχή, η ανθρώπινη αξιοπρέπεια παραβιάζεται και η αλήθεια διαστρεβλώνεται. Όπως τονίζουν οι Greer και Reiner (2012), η δικαστική έρευνα δεν πρέπει να γίνεται θέαμα. Απαιτεί ακεραιότητα, αντικειμενικότητα και σεβασμό για όσους εμπλέκονται. Σε υποθέσεις όπου κάθε λέξη μετράει, η έρευνα και η δικαιοσύνη δεν επιτρέπεται να καθοδηγούνται από τις κάμερες και τη «δίψα» για εντυπωσιασμό».
«Εν κατακλείδι, η υπερπροβολή εγκληματικών υποθέσεων οδηγεί σε παραπληροφόρηση και προκαταλήψεις, διαμορφώνοντας μια διαστρεβλωμένη αντίληψη της δικαιοσύνης. Αντί να δίνει χώρο στις Αρχές για αμερόληπτη έρευνα, η κάλυψη από τα ΜΜΕ μπορεί να στρέψει την έρευνα προς την εμπορευματοποίηση, υποσκάπτοντας την ίδια την αλήθεια που υποτίθεται πως θέλουν να αναδείξουν» καταλήγει η εγκληματολόγος Δρ. Κέλλυ Ιωάννου.