του Νάσου Μπράτσου
Για την δεκαετία του 1920 η περιοχή των Θυμαρακίων θα λέγαμε με σημερινούς όρους ότι ήταν ΒΙΠΕ (βιομηχανική περιοχή) και μάλιστα με γειτνιάζουσες αγροτικές δραστηριότητες, στα τότε περίχωρα των Αθηνών.
Η περιοχή συγκέντρωνε προπολεμικά αρκετές εργοστασιακές δραστηριότητες (Βότρυς, Κοροπούλη, εργοστάσιο φαρμάκων Δαμβέργη), μεταξύ αυτών ήταν και το εργοστάσιο “ΑΤΛΑΣ”, που από την ίδρυσή του το 1920 παρήγαγε τσιμέντο και τούβλα.
Από τα σπλάχνα του εργοστασίου ξεκίνησε και η ομώνυμη ομάδα το 1928. Σήμερα το εργοστάσιο δεν υπάρχει, έκλεισε το 1962 μετά από κινητοποιήσεις των κατοίκων που δεν μπορούσαν να αναπνεύσουν, τα σπίτια τους και τα ρούχα τους γέμιζαν σκόνη και σκουριά.
Στις μέρες μας κτίστηκε σχολείο το 54ο Γυμνάσιο Αθηνών, ένα πάρκο και αθλητικοί χώροι, ενώ αυτή την περίοδο γίνονται στην περιοχή έργα υπογειοποίησης γραμμών του σιδηροδρόμου.
Λίγο πιο κάτω από τον Άτλα, στα Σεπόλια, υπήρχαν αγροί, ανθοκαλλιέργειες και βουστάσια.
Στην περιοχή εγκαταστάθηκαν εσωτερικοί οικονομικοί μετανάστες και Μικρασιάτες πρόσφυγες και αρκετοί βρήκαν δουλειά στις δραστηριότητες που ήδη προϋπήρχαν. Η ομάδα είχε χρώματα κίτρινο και μαύρο και ιδρύθηκε, στελεχώθηκε και αγαπήθηκε από αυτό το ανθρώπινο δυναμικό. Όπως έγινε άλλωστε και σε πολλές άλλες περιπτώσεις εργοστασίων που “γέννησαν” ομάδες.
Αρχικά ήταν ανεξάρτητο σωματείο και ακολούθως μπήκε στη δύναμη της ΕΠΣ Αθηνών την περίοδο 1937-38.
Μεγάλο πρόβλημα της εποχής, εκτός από την ένδεια που δυσκόλευε την εξασφάλιση αθλητικού υλικού, ήταν και η έλλειψη γηπέδων, καθώς οι αλάνες ναι μεν στέγαζαν τις αθλητικές δραστηριότητες, αλλά απείχαν πολύ από κάθε έννοια οργανωμένης εγκατάστασης.
Ενδιαφέροντα είναι όσα δήλωσε ο βιομήχανος Βασίλης Καρυώτης, υποστηρικτής του ΑΤΛΑ, στην εφημερίδα ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ της 4-9-1936. Στην αρχή ζητάει να κατασκευαστεί γήπεδο και απευθύνεται στη “σημερινή πατρική κυβέρνηση”, η οποία είναι η δικτατορία του Ι. Μεταξά.
Αναφέρει μεταξύ άλλων για να στηρίξει το αίτημα για το γήπεδο και κατά συνέπεια της ανάπτυξης της ομάδας, ότι:
“Γιατί με τους προκατόχους, είμαστε απησχολημένοι με το να προφυλάσσουμε τα παιδιά μας από το μίασμα των διαφόρων πρακτόρων, των μηδενιστών, των ανθρώπων που είχαν το συμφέρον και σύνθημά τους, “κάτω η πατρίδα, η θρησκεία, η οικογένεια”. Και είναι αλήθεια πως χάρις στις προσπάθειες αρκετών συμπολιτών μας, μπορέσαμε να συμπήξουμε τον σύλλογον “Άτλα” Θυμαρακίων, εις τρόπον ώστε και τα φθοροποιά κηρύγματα να μην επιτύχουν και τα παιδιά μας, οι αυριανοί πολίται, να συγκεντρώνωνται κάθε Κυριακή και να παίζουν μπάλλα, να δίνουν αγώνες, να κατακτούν κύπελλα και να οφελούνται”.
Ακολουθεί η δήλωση του επίτιμου προέδρου Φώτη Σπυρίδη (και εκ των ιδιοκτητών του εργοστασίου ΑΤΛΑΣ που ήταν και ιδρυτικό μέλος της ομάδας, μαζί με το Δημήτριο Ράλλη) που περιγράφει τη δυσκολία να μην υπάρχει γήπεδο, αλλά αλάνα που και αυτή υπάρχει όσο οι ιδιοκτήτες της δεν την δίνουν για καμιά αντιπαροχή στους εργολάβους και ζητάει από την “πατρική κυβέρνηση” να φτιαχτεί γήπεδο. Όσο το είδαν το γήπεδο εκείνη την εποχή, άλλο τόσο το είδαν και οι μεταπολεμικές γενιές.
Η “πατρική κυβέρνηση” φαίνεται είχε πολλά παιδιά και δεν προλάβαινε να τα φέρει βόλτα, ενώ οι κριτικές στους προηγούμενους κυβερνώντες, που έκαναν τα στελέχη του Άτλα, στους μεταγενέστερους ακούγονται λες και πριν κυβερνούσαν τίποτα ιδεολογικοί αντίπαλοι, ενώ μια προσεκτική ματιά και ανάγνωση της ιστορίας δείχνει ότι από τους κόλπους των προηγούμενων βγήκαν και οι επόμενοι, που είχαν και πόστα εξουσίας σε προηγούμενες περιόδους. Άρα και μερίδιο ευθύνης, αλλά αν είναι να καλοπιάσεις για να σου κάνουν τη δουλειά, αυτά πάνε περίπατο.
Το γήπεδο – αλάνα, αν είναι το ποδοσφαιρικό της προπολεμικής εποχής, αποτυπώνεται και σε παλιούς κτηματολογικούς χάρτες του Δήμου Αθηναίων και δείχνει να είναι μέρος της σημερινής πλατείας.
Παρά τις αναφορές στα “μιάσματα”, ένα εξ αυτών έπαιξε ποδόσφαιρο στον Άτλα Θυμαρακίων, έστω και για λίγο. Ήταν ο μεγάλος ποιητής και κάτοικος της περιοχής, Γιάννης Ρίτσος, φανατικός φίλος της εγγλέζικης σχολής ποδοσφαίρου. Θέλοντας να αποτυπώσει τη μάχη των Δεκεμβριανών του 1944, έγραψε στις «Γειτονιές του κόσμου» το ακόλουθο ποίημα:
«Τον είδες, Τζον, τον Παυλή; Δεν μπορεί θα τον είδες.
Μα κι αν δεν άκουσες κείνο το “ζήτω”
κι αν δεν πρόσεξες τη φλόγα των ματιών του,
θα το ‘νιωσες, δεν μπορεί να μην το ‘νιωσες
-καθώς περνούσαν οι ερπύστριες απάνω απ’ τον Παυλή-
θα το ‘νιωσες.
Κι έτσι σα να ‘δα που αναπήδησε το τανκ σου Τζον.
Ξέρεις για ποιον Παυλή σου λέω,
για κείνο το παιδί – θυμάσαι?
Για τον Παυλή σου λέω -Τι θόρυβος-
για κείνο το παιδί που πούλησε τα παπούτσια του
όταν οι Γερμανοί σκότωσαν τον Γιωργάκη.
Για κείνο το παιδί σου λέω που αγόρασε τη μπάλα,
τι θόρυβο που κάνουν Τζο τα κανόνια σας – πού να τ’ ακούσεις!
Για κείνο το παιδί
που ανήκε στην ποδοσφαιρική ομάδα του Γιωργάκη.
Κι εσείς, Τζον, δεν αγαπάτε το φουτ μπώλ?
Όμορφα παίζετε – το ‘δαμε κάποιο βράδυ στον κινηματόγραφο
μασουλώντας στραγάλια και πασατέμπο
και φωνάζοντας “ζήτω”, Τζον, για την ομάδα σας.
Γιατί η ομάδα σας -η Άρσεναλ- έπαιζε Τζον πολύ όμορφα
κι εμείς αγαπάμε τα όμορφα Τζον, κι εκτιμάμε το δίκιο
κι εμείς χειροκροτάμε το καλό – όποιο να ‘ναι
και δεν μπορούμε να μην πούμε την αλήθεια -το σωστό σωστό–
η Άρσεναλ έπαιζε πολύ όμορφα.
Θ’ αγαπάς, Τζον, κι εσύ το ποδόσφαιρο
κι ο Παυλής έπαιζε όμορφα -μ’ όλο που ήταν ξυπόλυτος-
Είχε γερά ποδάρια – λίγο στραβά είναι αλήθεια, απ’ το ποδόσφαιρο,
πολύ γερά ποδάρια και πλεμόνια κι εξυπνάδα
και γερά κόκαλα, Τζο, δεν μπορεί, θα το ‘νιωσες!
Όμορφα που ‘παιζε ο Παυλής – ονειρευόμασταν δικοί και ξένοι
όταν τον βλέπαμε τ’ απόγιομα να παίζει
στο γήπεδο της γειτονιάς
με τις αγριομολόχες
ονειρεύομασταν πως μεθαύριο θα γίνει
ο αρχηγός του κόκκινου ποδοσφαίρου
της Λαϊκής μας Δημοκρατίας!
Γιατί ο Παυλής -αν και ξυπόλυτος- έπαιζε Τζο σ’ όλες τις θέσεις
τόσο που παραξενευτήκαμε, Τζον, που δεν τα κατάφερε
στο τελευταίο παιχνίδι του να δώσει μια κλωτσιά
από κείνες τις γνωστές του
και να τινάξει, Τζον, το τανκ σου ως το Λονδίνο
ώσμε την κούτρα, Τζον, του κ. Τσώρτσιλ σας.
Μα ήταν, βλέπεις, ξυπόλυτος. Τι να σου κάνει;
Σου μιλάω για τον Παυλή πού ‘χε πουλήσει τα παπούτσια του –
δεν αξιώθηκε από τότε, Τζον,
να ξαναβάλει παπούτσι στα ποδάρια του
κι έτσι ξυπόλυτος σκοτώθηκε ο Παυλής το Δεκέμβρη (…)»
Μεταπολεμικά
Το 1946 ο Άτλας Θυμαρακίων, συγχωνεύεται με τον γειτονικό του Ολυμπιακό Αθηνών (ίδρυση το 1926 χρώματα ερυθρόλευκα, αριθμός μητρώου 9 στην ΕΠΣ Αθηνών και γραφεία επί της οδού Λιοσίων 116). Από τη συγχώνευση προκύπτει ο Σύνδεσμος Φιλάθλων Αττικής «Άρης» Αθηνών ή Σ.Φ.Α. Άρης Αθηνών .
Η επιλογή του “πολεμικού” ονόματος του θεού του πολέμου, έγινε λόγω της εμπόλεμης κατάστασης που ακόμα επικρατούσε στην Ελλάδα. Οι πληροφορίες λένε ότι οι ιδρυτές του σωματείου ήταν πρώην μέλη του ΕΑΜ, έβλεπαν το ξεκίνημα και την εξέλιξη του εμφυλίου πολέμου και το γεγονός οδήγησε στην επιλογή του ονόματος.
Μάλλον οι προπολεμικές ανησυχίες του βιομήχανου είχαν κάποια βάση, κάτι παραπάνω θα ήξερε.
Ο Άρης Αθηνών μετακομίζει το 1966 στην Πετρούπολη και είναι ο σημερινός Άρης Πετρούπολης.
Το όνομα του Άτλα “επιστρέφει” στην μεταπολεμική περίοδο και το 1994 επανιδρύθηκε ως Άτλας Κυψέλης, έπειτα από πρωτοβουλία της ανεξάρτητης ομάδας Ακαδημία Longlived (ίδρυση 1965) και τα τελευταία χρόνια αγωνίζεται στη Γ’ ΕΠΣΑ, με έδρα το δημοτικό γήπεδο στην αλεπότρυπα της Κυψέλης.
Συνεπώς από τον αρχικό προπολεμικό Άτλα Θυμαρακίων, μπορούμε να πούμε ότι το καταστατικό μέσω της συγχώνευσης πήγε στην Πετρούπολη και το όνομα στην Κυψέλη. Και εκεί οι επόμενες γενιές συνεχίζουν να προσφέρουν στον ερασιτεχνικό αθλητισμό με την ίδια φλόγα των ποδοσφαιρικών τους προγόνων.
Ακόμα και στις μέρες μας χαρακτηριστική είναι η έλλειψη αθλητικών εγκαταστάσεων ικανών να στεγάσουν σοβαρές αθλητικές δραστηριότητες στην περιοχή (για παράδειγμα ο γειτονικός στα Θυμαράκια, Τρίτωνας Σεπολίων, η πρώτη ομάδα του Αντετοκούνμπο, αγωνίζεται στην Α2 μπάσκετ στο κλειστό του Στρέφη, καθώς δεν υπάρχει κλειστό γήπεδο στην περιοχή).
Χωρίς κλειστό πλην ενός μικρού σχολικού στον Άγιο Νικόλαο, ακατάλληλου για εθνικές διοργανώσεις και χωρίς ποδοσφαιρικό γήπεδο, αναζητείται ακόμα μία “πατρική κυβέρνηση» για να ακούσει και κυρίως να υλοποιήσει τα αιτήματα δεκαετιών. Στην εποχή μας έχει αποφασιστεί από τον Δήμο Αθηναίων κατασκευή κλειστού γυμναστηρίου στον χώρο του ανοικτού αθλητικού κέντρου του ΟΠΑΝΔΑ, που βρίσκεται Κωνσταντινουπόλεως και Σιώκου. Μένει να το δούμε να γίνεται πράξη και με τις χρήσιμες υποδείξεις των τοπικών φορέων για τους όρους δόμησης και χρήσης.