Η ταινία “BOB MARLEY: ONE LOVE” είναι ένας ύμνος στη ζωή και τη μουσική ενός ειδώλου που ενέπνευσε γενεές με το μήνυμα αγάπης και ενότητας που πρέσβευε.
Για πρώτη φορά στη μεγάλη οθόνη, ανακαλύψτε τη δυνατή ιστορία υπέρβασης της διαφορετικότητας και το ταξίδι πίσω από την επαναστατική του μουσική. Μια παραγωγή σε συνεργασία με την οικογένεια του Marley.
Η ταινία “BOB MARLEY: ONE LOVE” με πρωταγωνιστές τον Kingsley Ben-Adir στο ρόλο του θρυλικού μουσικού και την Lashana Lynch στο ρόλο της συζύγου του Rita, θα κυκλοφορήσει 15 Φεβρουαρίου στους κινηματογράφους από τη Feelgood.
Σκηνοθεσία: Reinaldo Marcus Green
Πρωταγωνιστούν: Kingsley Ben-Adir, Lashana Lynch, Jesse Cilio, James Norton
Σχετικά με την ταινία
«Υπάρχουν ταινίες», λέει ο Reinaldo Marcus Green. «Και υπάρχουν ταινίες για τον Bob Marley». Ο σκηνοθέτης και συν-σεναριογράφος της ταινίας χαμογελάει και συλλογίζεται την κλίμακα και την ευθύνη μιας τέτοιας παραγωγής. «Υπάρχει διαφορά».
«Όποιον συνάντησα κατά τη διάρκεια της παραγωγής της ταινίας είχε μία ιστορία με τον Bob Marley», λέει ο Green. «Έχει αυτό το εκτόπισμα. Ήταν ο κολλητός όλων. Όλοι πιστεύουν ότι τον ξέρουν, έχουν μία εκδοχή στο μυαλό τους μέσα από τον τρόπο που συνδέονται με τη μουσική του».
«Στην ταινία θα δούμε έναν Bob Marley που δεν γνωρίζουν οι περισσότεροι. Θα δώσουμε σε όλους κάτι που δεν έχουν δει, κάτι που δεν μπορούν να βρουν σε μηχανή αναζήτησης, κάτι βασισμένο σε πραγματικές συνομιλίες, εκ των έσω», λέει ο σκηνοθέτης.
Αυτή η ακρίβεια και η αυθεντικότητα δεν είναι απλώς εγγενής στο DNA της ταινίας, είναι το αποτέλεσμά της. Η ταινία δεν έχει απλώς την έγκριση της οικογένειας Marley, αλλά είναι καρπός της.
Στην παραγωγή βρίσκουμε δύο από τα παιδιά του Bob – τον Ziggy και τη Cedella Marley – και την εμβληματική καλλιτέχνιδα που ήταν καταλυτική σε ό,τι κατέκτησε ο σύζυγός της, τη χήρα του Marley, τη Rita.
Η ταινία συγκεντρώνει ένα απίθανο καστ με πρωταγωνιστές τους Kingsley Ben-Adir και Lashana Lynch ως Bob και Rita Marley. Το αποτέλεσμα είναι το πορτρέτο ενός μουσικού κολοσσού, του οποίου το μήνυμα ενότητας θα τον έβαζε στο στόχαστρο φονικών δυνάμεων, αλλά και η πλευρά του συζύγου, του πατέρα και του επαναστάτη. Ένας άνθρωπος με ελαττώματα και προβλήματα, όπως όλοι μας, αλλά και μία δύναμη που έφερε την αλλαγή για όσους αγαπούσε και για τον κόσμο μέχρι τέλους
«Ήμασταν εκεί από την αρχή, για πολλά χρόνια προσπαθούσαμε να διηγηθούμε αυτή την ιστορία. Κάθε φορά κάτι προέκυπτε. Πολλές φορές όλα χάλαγαν», λέει ο Ziggy Marley, που ήταν στο σετ κάθε μέρα του γυρίσματος, αφοσιωμένος στην πιστή απεικόνιση του πατέρα του. «Ήταν η σωστή στιγμή».
«Η αυθεντικότητα του τζαμαϊκανού στοιχείου ήταν κάτι που δεν έχουμε ξαναδεί σε χολιγουντιανή παραγωγή τέτοιου μεγέθους. Αυτή η ταινία είναι μία γνήσια αναπαράσταση της Τζαμάικα, του Bob και της δημιουργίας της μουσικής του. Προσεγγίσαμε την ταινία σαν ένα δημιουργικό έργο και όχι μία συναισθηματική κατάθεση. Τα συναισθήματα δεν χωράνε εδώ. Η ταινία πραγματεύεται την αλήθεια».
Και συνεχίζει εξηγώντας ο παραγωγός Jeremy Kleiner: «Γι’ αυτό η ταινία επικεντρώνεται στην περίοδο ανάμεσα στο 1976 και το 1978. Μία χαοτική και επικίνδυνη περίοδο όπου ο Bob ηχογράφησε το Exodus, ένα από τα σπουδαιότερα άλμπουμ όλων των εποχών».
Στις 3 Δεκεμβρίου του 1976, επτά ένοπλοι άντρες εισέβαλαν στο σπίτι του Bob Marley στο Κίνγκστον, πυροβόλησαν τη σύζυγο του Rita, τον Bob, τον μάνατζερ Don Taylor και τον βοηθό του συγκροτήματος Louis Griffiths. Τη Rita την πυροβόλησαν στο κεφάλι. Τον Bob στο στέρνο και το χέρι. Όλοι τους επιβίωσαν από θαύμα.
Το πιο αξιοθαύμαστο ήταν ότι δύο μέρες μετά, ο ασυμβίβαστος Marley ανέβηκε στη σκηνή για μία συναυλία στην πόλη όπου γεννήθηκε και έδωσε μία από τις σπουδαιότερες ερμηνείες της ζωής του, πριν αυτοεξοριστεί στο Λονδίνο για να γράψει το άλμπουμ που έλπιζε να διαδώσει ένα μήνυμα ειρήνης και ενότητας.
«Όσοι προσπαθούν να βλάψουν τον κόσμο, δεν κάνουν διάλειμμα ούτε για μία μέρα», είχε πει ο Marley τότε για την αφοσίωση και την πίστη του ότι η μουσική μπορεί να θεραπεύσει. «Εγώ πώς να κάνω διάλειμμα;».
Το 1999, το περιοδικό Time ανακήρυξε το Exodus -που κυκλοφόρησε στις 3 Ιουνίου του 1977- το Καλύτερο Άλμπουμ του 20ου Αιώνα. Ήταν ένα εκπληκτικό έργο, με κομμάτια όπως τα Jamming, Three Little Birds, και φυσικά το ποτ-πουρί των ‘One Love/People Get Ready. Σηματοδότησε επίσης την εξέλιξη στον ήχο του Bob Marley, των Wailers και των I-Threes.
«Αυτή η ταινία θα δείξει στον κόσμο γιατί αυτή η μουσική, αυτή η χρονική στιγμή και αυτό το άλμπουμ είναι τόσο σημαντικά», λέει ο Aston Barrett Jr., ο γιος του Aston “Family Man” Barrett (μέλος των Wailers), που υποδύεται τον ίδιο τον πατέρα του στην ταινία. Δίπλα του στην ταινία στέκει ο David Kerr, πραγματικός μουσικός και απόγονος ενός από τους Wailers, που υποδύεται τον Junior Marvin.
Έχοντας επιστρατεύσει αυτούς τους νεαρούς καλλιτέχνες να υποδύονται τους ίδιους τους πατεράδες τους στην ταινία, τα αποτελέσματα στην εικόνα και τον ήχο είναι άψογα. Αλλά το πιο σημαντικό είναι ότι αυτή η διευρυμένη οικογενειακή δυναμική βοήθησε τον Green να χτίσει μία γνήσια, προσωπική εικόνα εκ των έσω. Όπως έκανε πάντα η μουσική του Bob Marley, έτσι και η ταινία έχει φέρει τους ανθρώπους κοντά.
Η μεταμόρφωση σε Bob
O Kingsley Ben-Adir έχει κλέψει την παράσταση στη βρετανική θεατρική σκηνή και σε δημοφιλείς τηλεοπτικές σειρές όπως τα The OA και Peaky Blinders, ενώ συνέχισε με πρότζεκτ που φτάνουν μέχρι τη Marvel (Secret Invasion) και τη Mattel (ως ένας Ken στην Barbie). Έχει ξεχωρίσει, επίσης, με εκπληκτικές ερμηνείες πραγματικών θρύλων, όπως ο Barack Obama στη σειρά The Comey Rule και ο Malcolm X στην ταινία One Night In Miami.
Ο Ben-Adir δηλώνει ότι αν η οικογένεια Marley δεν είχε εμπλακεί με την παραγωγή, δεν θα περνούσε καν από οντισιόν. O Reinaldo Marcus Green θυμάται ότι αυτό που διέκρινε στον Ben-Adir ήταν κυρίως η ευαισθησία. «Ψάξαμε σε όλο τον κόσμο. Ψάχναμε κάποιον που θα μπορούσε να ενσαρκώσει τον Bob Marley. Δεν μπορεί να τον αναδημιουργήσει κανείς. Δεν μπορούμε να τον φέρουμε πίσω. Αλλά μπορούμε να φέρουμε πίσω την ουσία του. Ο Kingsley ερμήνευσε τον Bob. Ένας ηθοποιός που υποδύεται, που δεν μιμείται», επισημαίνει ο σκηνοθέτης. «Δεν έχω εμπλακεί τόσο πολύ με κάτι για τόσο καιρό», προσθέτει ο Ben-Adir.
«Κάθε μέρα Bob. Χρειάστηκα πολύ χρόνο για να καταλάβω όλα όσα έλεγε. Ήταν ένας ποιητής στον τρόπο που επικοινωνούσε. Καταφέραμε να βρούμε τη ροή του Bob μετά από έναν χρόνο προετοιμασίας. Πρέπει να έχεις εμπιστοσύνη ότι μέσα από αυτή τη διαδικασία θα έρθει η φωνή του Bob».
Η όλη διαδικασία της μεταμόρφωσης σε Marley πήρε χρόνο και ο πρωταγωνιστής χρειάστηκε να χάσει πολύ βάρος, να μάθει να παίζει κιθάρα, να κινείται και να ακούγεται σαν τον Bob. Ίσως η μεγαλύτερη πρόκληση για τον ηθοποιό ήταν να παίξει με τον ρυθμό ομιλίας της φωνής του Marley και με τη διάλεκτο του.
«Ο Kingsley πέρασε οχτώ μήνες ακούγοντας τον Bob Marley, σαν ένα δίσκο στο μυαλό του», επισημαίνει ο σκηνοθέτης.
Η κίνηση του Marley στη σκηνή ήταν εξίσου ξεχωριστή με τη μουσική του. Δεν ήταν καν χορός, αλλά η μουσική τον έστελνε σε μία πνευματική σφαίρα, κατακλύζοντας το σώμα του. «Ο Bob ήταν σαν σε έκσταση στη σκηνή», λέει η χορογράφος Polly Bennett. «Χρειάστηκε μεγάλο πνευματικό σθένος από τη μεριά του Kingsley για να παίξει αυτές τις σκηνές. Όλοι έλεγαν ότι ο Bob Marley ήταν ελεύθερος και άνετος στη σκηνή. Αλλά δεν ήταν έτσι στ΄ αλήθεια. Ήταν πολύ συνδεδεμένος». Η Bennett εκπαίδευσε στην κινησιολογία πρωταγωνιστές όπως τον Austin Butler ως Elvis και τη Naomi Ackie ως Whitney Houston. Η Bennett μαθαίνει στους ηθοποιούς πώς να κινούνται σαν τις εμβληματικές προσωπικότητες που ερμηνεύουν.
«Είμαστε σαν ντετέκτιβ», λέει η χορογράφος. «Δουλειά μας είναι να μεταμορφώσουμε αυτό που ανακαλύψαμε σε κάτι πρακτικό που μπορεί ο πρωταγωνιστής να αξιοποιήσει στη σκηνή. Θέλαμε οι θαυμαστές του Bob Marley να ξέρουν ότι προσέξαμε κάθε πτυχή των διαφορετικών εμφανίσεων του».
Ο Ben-Adir συνεργάστηκε με τον καταξιωμένο κιθαρίστα Ben Martinez για να μάθει κιθάρα. «Όχι μόνο να παίζει σαν τον Bob, αλλά και να καταλαβαίνει τον ρόλο του Bob μέσα στο συγκρότημα», εξηγεί ο Martinez.
«Προφανώς, ο Bob ήταν διάσημος για τη φωνή του. Ο κόσμος δεν γνωρίζει ότι ήταν ένας εξαιρετικός κιθαρίστας», εξηγεί ο Martinez. Ο Ben-Adir αναπαριστά όλες τις λεπτομέρειες του παιξίματος του Marley, ακόμα και στον τρόπο που κινούσε τα δάχτυλα του πάνω στις χορδές.
Mια οικογενειακή υπόθεση
Η εμπλοκή της οικογένειας Marley στην ταινία αποδείχτηκε το μεγαλύτερο προσόν της. Άλλωστε, ούτε οι πρωταγωνιστές ούτε ο σκηνοθέτης θα αναλάμβαναν το πρότζεκτ χωρίς την πλήρη υποστήριξη τους. «Σε καμία περίπτωση», επιβεβαιώνει ο Reinaldo Marcus Green. «Ήταν σημαντικό να έχω την εμπιστοσύνη της οικογένειας. Είναι προστατευτικοί για όλους τους σωστούς λόγους, όπως κάθε παιδί θα ήταν προστατευτικό απέναντι στον πατέρα του. Ήταν εκεί για να υποστηρίξουν εμένα και το όραμα της ταινίας». Ο Green εξηγεί ότι οι οικογένεια Marley πρόσεξε λεπτομέρειες «όπως ο τρόπος που περπατούσε (ο Bob), ο τρόπος που κινούσε τα δάχτυλα του ή που σταύρωνε τα πόδια του.
Συζητήσαμε τέτοια θέματα ανάμεσα στις λήψεις. Πράγματα όπως ότι, ενώ είχε οδηγό, ποτέ δεν καθόταν στο πίσω κάθισμα. Καθόταν μπροστά, γιατί πίστευε ότι όλοι είναι ίσοι», εξηγεί ο σκηνοθέτης για τις λεπτομέρειες που ήταν μέρος της κινηματογραφικής διαδικασίας. «Δεν προσπαθούμε να είμαστε τελειομανείς», σχολιάζει η Cedella Marley για την προσέγγιση τους που στη δική της περίπτωση σήμαινε την εμπλοκή της στον τρόπο ομιλίας και στα ρούχα. «Φυσικά, πρέπει να είναι τέλεια η ταινία. Ο μπαμπάς ήταν τελειομανής και αυτό το έχουμε κληρονομήσει. Είναι ευλογία και κατάρα. Είναι στα χέρια μας να μην τον απογοητεύσουμε. Έχουμε τη μαμά. Η μαμά είναι ακόμα ακμαιότατη», λέει η Cedella. Και συνεχίζει: «Έχουμε την Judy Mowatt, έχουμε τη Marcia Griffiths [που, μαζί με τη Rita Marley, αποτελούσαν το φωνητικό τρίο των I-Threes], έχουμε τον Neville Garrick. Όλοι τους ήταν διαθέσιμοι με τις προσωπικές τους αναμνήσεις και μας έδωσαν πρόσβαση στο ποιος ήταν ο μπαμπάς, στις πρόβες ή στις στιγμές που χαλάρωνε».
Στην ταινία, εμφανίζονται ηθοποιοί και καλλιτέχνες που σε μερικές περιπτώσεις μοιράζονται το ίδιο DNA με τους πραγματικούς ομόλογους τους. «Αυτό που κάνει την ταινία ξεχωριστή δεν είναι μόνο ότι έχουμε, εμείς τα παιδιά του Bob, εμπλοκή με την παραγωγή, αλλά ότι στην ταινία εμφανίζονται παιδιά άλλων μουσικών», εξηγεί ο Ziggy Marley. «Έχουμε τον γιο του Family Man, που είναι κι αυτός μπασίστας και υποδύεται τον Family Man στην ταινία μας. Έχουμε τον γιο του Junior Marvin στην κιθάρα. Υποδύεται τον Junior Marvin».
Το καστ
Η ταινία επικεντρώνεται σε δύο άτομα. «Είναι στην πραγματικότητα η ιστορία του Bob και της Rita Marley», λέει ο Reinaldo Marcus Green. «Είναι μια ιστορία και των δύο. Όταν η Lashana έκανε την πρώτη της σκηνή, αυτό εδραιώθηκε».
Ο σκηνοθέτης περιγράφει τη βραβευμένη με BAFTA πρωταγωνίστρια Lashana Lynch ως «το ταλέντο της γενιάς της που πάει τα πάντα σε άλλο επίπεδο».
Ο Kingsley Ben-Adir λέει ότι μαζί με τη Lynch είχαν την πολυτέλεια να κάνουν πρόβες για έξι μήνες, για να «χτίσουν μία σχέση που αντανακλά την αγάπη άνευ όρων, πέρα από τη φιλία, πέρα από τον γάμο, μία βαθιά σύνδεση».
Η Lynch, που εκτίμησε την έρευνα πάνω στον χαρακτήρα σαν μία καρποφόρα εμπειρία, μελέτησε την αυτοβιογραφία Rita Marley και στη συνέχεια βυθίστηκε σε μαγνητοσκοπημένες συνεντεύξεις της, ενώ συνάντησε τα παιδιά τους Cedella, Sharon και Ziggy. «Αλλά η πραγματική έρευνα ξεκίνησε όταν συνάντησα την κυρία Marley. Τότε έχτισα μια πιο καθαρή εικόνα της εσωτερικής φωνής της, της αγάπης της για τον Bob και της δύναμής της. Όταν τη γνώρισα, όλα μπήκαν στη θέση τους».
Ο Green πιστεύει ότι ο ρόλος της Rita στην ταινία είναι ο ίδιος με τον ρόλο που έπαιξε η Rita στη ζωή του Bob, ένας φάρος δηλαδή. «Η Rita ήταν μέλος του συγκροτήματος. Ήταν με τον Bob σε κάθε βήμα της διαδρομής. Ήταν η μητέρα των παιδιών του. Είχαν μία εκπληκτική σχέση, ένα δεσμό εμπιστοσύνης που πολλοί δεν γνώριζαν, όπως κι εγώ». Όταν η οικογένεια Marley συνάντησε τη Lynch ήξεραν ότι είχαν βρει την τέλεια ηθοποιό για να υποδυθεί τη μητρική φιγούρα. «Καταρχήν, η Lashana είναι μία καταπληκτική ηθοποιός», λέει ο Ziggy. «Είναι επίσης φτιαγμένη από το ίδιο υλικό όπως η μητέρα μου. Είναι σκληρό καρύδι».
Τον ρόλο του Chris Blackwell, του ιδρυτή της πρωτοποριακής δισκογραφικής Island Records, υποδύεται ο James Norton. «Ο Chris ήταν ένας σχετικά άγνωστος τύπος» λέει ο Norton. «Αλλά όταν ο Bob Marley και οι Wailers μπήκαν στο γραφείο του στο Λονδίνο, ένιωσε το χάρισμά τους. Αυτοί οι τύποι είχαν έναν εκπληκτικό ήχο και ένα ξεκάθαρο όραμα». Ο Blackwell έπαιξε το στοίχημα και επένδυσε 4,000 λίρες για να κάνουν ένα άλμπουμ. Εκείνοι επέστρεψαν στην Τζαμάικα. Και ο Blackwell περίμενε. «Τελικά συναντήθηκε με τη Rita και τη ρώτησε, μάλλον αγχωμένα, αν έχουν κάνει κανέναν δίσκο. Εκείνη του απάντησε ότι έχουν κάνει πολλούς», λέει ο Norton γελώντας. «Ο Chris πήγε στο στούντιο και του έπαιξαν το άλμπουμ Catch A Fire. Οπότε, ήξερε ότι κέρδισε το στοίχημα!».
Ο Norton είχε την τύχη να συναντήσει τον πραγματικό Chris Blackwell και να καταλάβει τη δυναμική της σχέσης του με τον Marley μέσα στα χρόνια. Σημαντικό κομμάτι του ήχου του Marley προήλθε από τις I-Threes, το φωνητικό τρίο των Rita Marley, Judy Mowatt (Anna-Sharé Blake) και Marcia Griffiths (Naomi Cowan). Οι I-Threes έγιναν μέλος του συγκροτήματος το 1974.
The post Bob Marley: One Love – Ανακαλύπτουμε τον μύθο πίσω από τον στίχο appeared first on InStyle.