Για πρώτη φορά ο κόσμος είναι σε θέση να περιορίσει την υπερθέρμανση του πλανήτη κάτω από τους 2 βαθμούς Κελσίου, σύμφωνα με την πρώτη εμπεριστατωμένη ανάλυση των δεσμεύσεων για μηδενικές εκπομπές άνθρακα, που ανέλαβαν τα κράτη στη διεθνή συνδιάσκεψη της Γλασκόβης (Cop26), τον Δεκέμβριο.
Αν οι χώρες του πλανήτη τηρήσουν πλήρως και έγκαιρα όλες τις δεσμεύσεις τους για μείωση των εκπομπών άνθρακα που έκαναν στη Γλασκόβη, τότε υπάρχει ακόμη βάσιμη πιθανότητα η άνοδος της θερμοκρασίας να μην ξεπεράσει το όριο των δύο βαθμών Κελσίου έως το 2100 (θα αυξηθεί κατά 1,9 έως 2 βαθμούς σε σχέση με τα προβιομηχανικά επίπεδα).
Όμως, από την άλλη, υπάρχει πλέον πιθανότητα μόλις 6% έως 10% η άνοδος της θερμοκρασίας να κρατηθεί κάτω από τον πιο φιλόδοξο στόχο του ενάμισι βαθμού Κελσίου, που είχε τεθεί με τη διεθνή συμφωνία του Παρισιού και αυτό επειδή οι αναγκαίες γι’ αυτό περικοπές ρύπων έως το 2030 φαντάζουν ήδη άπιαστες. Αυτό είναι το συμπέρασμα μιας νέας διεθνούς επιστημονικής μελέτης.
Στη Γλασκόβη, τον χειμώνα του 2021 (COP26), 153 χώρες εμφάνισαν νέα βελτιωμένα σχέδια για συγκράτηση των εκπομπών άνθρακα, με στόχο να καταβληθεί προσπάθεια ώστε να μηδενιστούν οι καθαρές εκπομπές άνθρακα έως το 2050-2070 και έτσι η μέση παγκόσμια θερμοκρασία έως το τέλος του 21ου αιώνα να μην αυξηθεί πάνω από 2 βαθμούς σε σχέση με τα μέσα του 19ου αιώνα. Οποιαδήποτε μεγαλύτερη άνοδος ενέχει κινδύνους ιδίως για τα μικρά νησιωτικά κράτη και γενικότερα για πολλές παράκτιες περιοχές.
«Η νέα μελέτη είναι η πρώτη που λέει ότι πραγματικά υπάρχει πιθανότητα πάνω από 50% να κρατηθούν οι θερμοκρασίες κάτω από τους 2 βαθμούς Κελσίου, αν υλοποιηθούν οι στόχοι που έχουν τεθεί», δήλωσε ο επικεφαλής ερευνητής καθηγητής Μάλτε Μαϊνχάουζεν του Πανεπιστημίου της Μελβούρνης, κάτι που χαρακτήρισε «ιστορικό ορόσημο». «Όμως, η μελέτη μας δείχνει καθαρά πως είναι αναγκαία η αυξημένη δράση αυτή τη δεκαετία, αν θέλουμε να έχουμε μια πιθανότητα να μην ξεπεράσουμε κατά πολύ τον 1,5 βαθμό», πρόσθεσε.
Το πρόβλημα, όπως επισημαίνει η μελέτη επιστημόνων από την Αυστραλία, Γαλλία, Γερμανία και Αυστρία, που δημοσιεύθηκε στο περιοδικό «Nature», είναι ότι βραχυπρόθεσμα τουλάχιστον οι εκπομπές άνθρακα εμφανίζουν ανοδική και όχι καθοδική τάση. Οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα αναμένεται να αυξηθούν έως και κατά 13% μέχρι το 2030, αντί να πέσουν κατά 45% όπως θα χρειαζόταν, σύμφωνα με τους επιστήμονες.
Ο Κριστόφ ΜακΓκλέιντ της Διεθνούς Υπηρεσίας Ενέργειας δήλωσε ότι «είναι η πρώτη φορά που οι κυβερνήσεις παρουσίασαν συγκεκριμένους στόχους, οι οποίοι μπορούν όντως να κρατήσουν την παγκόσμια άνοδο της θερμοκρασίας κάτω από το συμβολικό επίπεδο των 2 βαθμών Κελσίου. Αυτό είναι σαφώς αιτία για αισιοδοξία. Έχουμε πια διανύσει μακρύ δρόμο από τη συμφωνία του Παρισιού το 2015. Όμως τώρα πρέπει να αρχίσει η πραγματική δουλειά. Οι δεσμεύσεις δεν έχουν ακόμη υποστηριχτεί με ισχυρές και αξιόπιστες βραχυπρόθεσμες πολιτικές, προκειμένου να γίνουν πραγματικότητα. Το πραγματικό “κλειδί” είναι η σημασία της μείωσης των εκπομπών κατά την περίοδο έως το 2030».
Ο ίδιος εκτίμησε ότι, με τα έως τώρα δεδομένα, η θερμοκρασία θα μπορούσε να αυξηθεί κατά 2,4 έως 2,6 βαθμούς έως το 2100, ενώ υπάρχει και μια πιθανότητα 5% η άνοδος να ξεπεράσει τους 2,8 βαθμούς.
«Οι διαμορφωτές της πολιτικής βρίσκονται σε ένα σταυροδρόμι. Μπορούμε να επιλέξουμε να διατηρήσουμε τις εκπομπές άνθρακα και έτσι να εμβαθύνουμε την ενεργειακή κρίση. Ή μπορούμε να χρησιμοποιήσουμε αυτή τη συγκυρία για να κάνουμε ένα έντιμο βήμα προς ένα καθαρότερο και ασφαλέστερο μέλλον», τόνισε ο ΜακΓκλέιντ.
Μεταξύ άλλων, ως μέτρα ταχείας κλιματικής απόδοσης, πρότεινε την μείωση των ορίων ταχύτητας στους δρόμους, την επιτάχυνση της εφαρμογής ανανεώσιμων πηγών ενέργειας και ηλεκτρικών οχημάτων, το «φρενάρισμα» στις διάφορες εκπομπές μεθανίου κ.α.
ΠΗΓΗ: ΑΠΕ-ΜΠΕ
www.ertnews.gr