Η λήψη αντιβιοτικών φαρμάκων μπορεί να αυξήσει τον κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του παχέος εντέρου πέντε έως 10 χρόνια αργότερα, σύμφωνα με μια νέα μελέτη που εξέτασε περισσότερα από 40.000 περιστατικά καρκίνου στη Σουηδία.
Προηγούμενες μελέτες επίσης είχαν αναφέρει ότι τα αντιβιοτικά μπορούν να προκαλέσουν μόνιμες αλλαγές στο μικροβίωμα του εντέρου – την κοινότητα των μικροβίων που ζουν στον πεπτικό σωλήνα – και ότι οι αλλαγές αυτές μπορεί να συνδέονται με αυξημένο κίνδυνο εμφάνισης καρκίνου του παχέος εντέρου. Τώρα, στη μεγαλύτερη επιδημιολογική μελέτη που διερεύνησε ποτέ αυτή τη σχέση, οι ερευνητές διαπίστωσαν ότι ο αυξημένος κίνδυνος μπορεί να αφορά ειδικά τους καρκίνους στο λεγόμενο εγγύς κόλον, το τμήμα του παχέος εντέρου που συνδέεται με το λεπτό έντερο και ξεκινά στην κάτω δεξιά πλευρά της κοιλιακής χώρας.
Αυτό που εξακρίβωσαν οι επιστήμονες όταν εξέτασαν τα δεδομένα, είναι ότι «περιορίζεται κατά πολύ στη δεξιά πλευρά του παχέος εντέρου», δήλωσε στο Live Science η επικεφαλής συγγραφέας Σοφία Χαρλίντ, ερευνήτρια καρκίνου στο Πανεπιστήμιο Ουμέα της Σουηδίας. Στην πραγματικότητα, ο κίνδυνος καρκίνου που σχετίζεται με τα αντιβιοτικά, ήταν μεγαλύτερος στην περιοχή που ονομάζεται «ανιόν κόλον», η οποία εντοπίζεται στο δεξιό πλάγιο της κοιλίας.
Οι άνθρωποι που έπαιρναν αντιβιοτικά για περισσότερο από έξι μήνες έφεραν τον υψηλότερο κίνδυνο καρκίνου, σύμφωνα με την έρευνα η οποία δημοσιεύθηκε στην επιστημονική επιθεώρηση «Journal of the National Cancer Institute». Σε σύγκριση με τα άτομα που δεν είχαν πάρει αντιβιοτικά, τα άτομα αυτά είχαν 17% μεγαλύτερη πιθανότητα να αναπτύξουν καρκίνο στο ανιόν κόλον.
Ωστόσο, ακόμη και οι σύντομες θεραπείες με αντιβιοτικά εμπεριείχαν σχετικό κίνδυνο καρκίνου, αν και πολύ μικρότερο από αυτόν που παρατηρήθηκε στις πολύμηνες, διαπίστωσε η ομάδα. Τα δεδομένα αυτά μπορεί να παρέχουν έναν ακόμη λόγο για να περιοριστεί η υπερσυνταγογράφηση αντιβιοτικών, εκτός από την πρόληψη της εμφάνισης υπερβακτηρίων ανθεκτικών στα αντιβιοτικά, δήλωσε η Χαρλίντ.
Τα νέα αυτά ευρήματα συμφωνούν με τα αποτελέσματα μιας παρόμοιας, αλλά μικρότερης, βρετανικής μελέτης, που δημοσιεύθηκε το 2019 στο περιοδικό «Gut».
Αξίζει να σημειωθεί ότι οι μελέτες αυτές εντοπίζουν μόνο μια συσχέτιση– δεν δείχνουν ότι τα αντιβιοτικά προκαλούν άμεσα τον επακόλουθο καρκίνο του παχέος εντέρου, δήλωσε η Σύνθια Σίαρς, επικεφαλής συγγραφέας της βρετανικής μελέτης και καθηγήτρια ιατρικής και ογκολογίας στην Ιατρική Σχολή του Πανεπιστημίου Johns Hopkins καθώς και μοριακής μικροβιολογίας και ανοσολογίας στη Σχολή Δημόσιας Υγείας Bloomberg.
Υπάρχουν ωστόσο θεωρίες σχετικά με το πώς τα φάρμακα μπορεί να κάνουν το εγγύς έντερο πιο ευάλωτο στην ανάπτυξη του καρκίνου.
«Το σκεπτικό μας είναι ότι διαταράσσεται η ισορροπία του μικροβιόκοσμου και αυτό μπορεί να ενισχύσει μολυσματικά μικρόβια όπως η Escherichia coli και η Klebsiella pneumoniae ώστε να αποκτήσουν προβάδισμα εκεί όπου συνήθως θα υπερτερούσαν άλλα μικρόβια», δήλωσε η Σίαρς. Αυτό με τη σειρά του μπορεί να αυξήσει τη φλεγμονή στο παχύ έντερο, δημιουργώντας αντιδραστικές χημικές ουσίες που θα μπορούσαν να βλάψουν το DNA και να δημιουργήσουν όγκους. Επιπλέον, η εσωτερική επένδυση του εντέρου μπορεί στη συνέχεια να γίνει πιο διαπερατή, επιτρέποντας στα βακτήρια να διεισδύσουν στα τοιχώματα του παχέος εντέρου και να ενωθούν μεταξύ τους σε γλοιώδεις δομές που ονομάζονται βιοϋμένια. Μελέτες δείχνουν ότι σχεδόν όλοι οι καρκίνοι του εγγύς παχέος εντέρου – σχεδόν το 90% – συνδέεται με τέτοια βιοϋμένια, τόνισε η Σίαρς.
Το εγγύς κόλον μπορεί να είναι ιδιαίτερα ευάλωτο σε αυτές τις αλλαγές επειδή υφίσταται τη μεγαλύτερη διαρροή αντιβιοτικών φαρμάκων από το λεπτό έντερο, σύμφωνα με την επιστήμονα. Στη συνέχεια, καθώς τα φάρμακα μετακινούνται μέσω του παχέος εντέρου, τα μόριά τους διασπώνται σταθερά. Ωστόσο, αυτοί οι πιθανοί μηχανισμοί θα πρέπει να μελετηθούν περαιτέρω, αλλά προς το παρόν, η νέα μελέτη ενισχύει την υπόθεση ότι υπάρχει κάποια σχέση μεταξύ των αντιβιοτικών και του καρκίνου του παχέος εντέρου.
Η νέα μελέτη χρησιμοποίησε δεδομένα από το Σουηδικό Μητρώο Καρκίνου του Παχέος Εντέρου για τον εντοπισμό δεκάδων χιλιάδων ασθενών που είχαν διαγνωστεί μεταξύ 2010 και 2016. Δεδομένα από το Σουηδικό Μητρώο Συνταγογραφούμενων Φαρμάκων επέτρεψαν στην ομάδα να παρακολουθήσει τη χρήση αντιβιοτικών αυτών των ασθενών μεταξύ 2005 και 2016, για να δει αν προέκυψαν κάποια μοτίβα. Επίσης, συνέκριναν τους καρκινοπαθείς με περισσότερους από 200.000 ανθρώπους χωρίς καρκίνο, από τον ευρύτερο σουηδικό πληθυσμό.
Ενώ η ομάδα αποκάλυψε μια σαφή σχέση μεταξύ της χρήσης αντιβιοτικών και του καρκίνου στο ανιόν κόλον, δεν βρήκε καμία τέτοια σχέση με καρκίνους στο περιφερικό κόλον ή στον ορθό.
Για να βεβαιωθεί, η ομάδα μελέτησε την ιππουρική μεθεναμίνη, ένα μη αντιβιοτικό βακτηριοκτόνο φάρμακο που χρησιμοποιείται κατά των ουρολοιμώξεων και το οποίο δεν επηρεάζει το μικροβίωμα του εντέρου. Κατά την εξέταση όλων των δεδομένων της, η ομάδα διαπίστωσε ότι το εν λόγω φάρμακο δεν αυξάνει τον κίνδυνο καρκίνου.
Τα αποτελέσματα αυτά υποστηρίζουν περαιτέρω τη σχέση αντιβιοτικών-καρκίνου, αλλά η μελέτη εξακολουθεί να μην είναι ολοκληρωμένη. Για παράδειγμα, τα σύνολα δεδομένων δεν περιλάμβαναν πληροφορίες σχετικά με τη διατροφή των ατόμων, το κάπνισμα ή την κατανάλωση αλκοόλ, παράγοντες που μπορούν να αυξήσουν τον κίνδυνο καρκίνου του παχέος εντέρου.
Ομοίως, οι συγγραφείς δεν μπόρεσαν να προσδιορίσουν ποιοι ασθενείς μπορεί να έπαιρναν αντιβιοτικά για μια υποκείμενη πάθηση όπως η φλεγμονώδης νόσος του εντέρου, που επίσης συνδέεται με τον καρκίνο του παχέος εντέρου. Επιπλέον, το Σουηδικό Μητρώο συνταγογραφούμενων φαρμάκων παρέχει πληροφορίες σχετικά με τις συνταγές φαρμάκων, αλλά δεν γνωρίζει εάν τα άτομα ολοκλήρωσαν την θεραπεία τους.
Επειδή όμως η μελέτη είναι τόσο μεγάλη, «σίγουρα δείχνει προς τη σωστή κατεύθυνση», δήλωσε η Χαρλίντ.
Σε λίγα χρόνια, η ομάδα ελπίζει να πραγματοποιήσει μια ακόμη μεγαλύτερη μελέτη, αφού θα έχει συγκεντρώσει περισσότερα δεδομένα, ώστε να δει αν συγκεκριμένοι υπότυποι καρκίνου του παχέος εντέρου συσχετίζονται με τα αντιβιοτικά. Οι καρκίνοι μπορούν να χωριστούν σε υποτύπους με βάση τη συμπεριφορά των καρκινικών τους κυττάρων και τις γενετικές μεταλλάξεις που φέρουν, και αυτές οι λεπτές διαφορές επηρεάζουν το πού αναπτύσσεται ο καρκίνος και πώς ανταποκρίνεται στις θεραπείες, σύμφωνα με το Εθνικό Ινστιτούτο Καρκίνου.
Εν τω μεταξύ, η Σίαρς και οι συνεργάτες της συλλέγουν επί του παρόντος δεδομένα για το μικροβίωμα ατόμων με καρκίνο του παχέος εντέρου σε πρώιμο στάδιο, για να εντοπίσουν συγκεκριμένα εντερικά μικρόβια που είναι ασυνήθιστα εξαντλημένα ή υπερτροφικά. Καθώς οι επιστήμονες συνεχίζουν να μελετούν γιατί τα μικρόβια κάνουν τη διαφορά στον καρκίνο του παχέος εντέρου, οι γιατροί θα πρέπει να είναι επιλεκτικοί στη συνταγογράφηση αντιβιοτικών, δήλωσε η επιστήμονας.
Θεωρητικά, για εκείνους που πρέπει να λάβουν αντιβιοτικά, τα συμπληρώματα διατροφής θα μπορούσαν ενδεχομένως να σχεδιαστούν για να βοηθήσουν να ισορροπήσει το μικροβίωμά τους, ανέφερε η Σίαρς. Ένα τέτοιο συμπλήρωμα δοκιμάστηκε πρόσφατα σε υποσιτισμένα παιδιά και τα βοήθησε να καλλιεργήσουν μια ποικιλία από ποικίλα εντερικά μικρόβια. Προς το παρόν όμως, ο καλύτερος τρόπος δράσης είναι απλώς να αποφεύγεται η λήψη αντιβιοτικών όταν δεν είναι απαραίτητο, συμβουλεύει η επιστήμονας.
ΠΗΓΗ: Live Science
www.ertnews.gr