Η ανάγκη καταπολέμησης των επιζήμιων φορολογικών καθεστώτων και της εταιρικής φοροαποφυγής γίνεται ολοένα και πιο επιτακτική σε παγκόσμιο επίπεδο, καθώς οι πολυεθνικές εταιρείες αξιοποιούν τα κενά των φορολογικών νόμων για να μειώσουν τις υποχρεώσεις τους.
Εκμεταλλευόμενες διαφορές στα φορολογικά συστήματα των χωρών, αυτές οι εταιρείες μεταφέρουν κέρδη σε δικαιοδοσίες με χαμηλούς ή μηδενικούς φόρους, δημιουργώντας στρεβλώσεις που απειλούν τη συνοχή της ενιαίας αγοράς της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αυτή η τάση προκαλεί ολοένα και μεγαλύτερη πίεση στις εθνικές οικονομίες, καθώς τα κράτη βλέπουν να χάνονται σημαντικά έσοδα που θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για την ενίσχυση των δημόσιων υπηρεσιών. Η πρακτική αυτή έχει διττές επιπτώσεις, τόσο στον ανταγωνισμό μεταξύ των επιχειρήσεων, καθώς οι μικρότερες εταιρείες δεν διαθέτουν τις ίδιες δυνατότητες για επιθετικό φορολογικό σχεδιασμό, όσο και στην κοινωνική συνοχή, καθώς οι πολίτες βλέπουν τις μεγάλες εταιρείες να αποφεύγουν τη φορολόγηση σε μεγάλο βαθμό.
Το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο (ΕΕΣ) ανέλαβε τον έλεγχο του φορολογικού πλαισίου της ΕΕ, ερευνώντας κατά πόσο τα υπάρχοντα νομοθετικά εργαλεία είναι αποτελεσματικά στην καταπολέμηση της φοροαποφυγής. Η έκθεση, που θα δημοσιευτεί στις 28 Νοεμβρίου, αναμένεται να παρουσιάσει αναλυτικά τις αδυναμίες του πλαισίου, τις προκλήσεις που αντιμετωπίζουν τα κράτη μέλη στην εφαρμογή του και θα προτείνει μέτρα για την ενίσχυση του αγώνα κατά των επιζήμιων πρακτικών.
Η δημοσίευσή της αναμένεται να αναδείξει τις περιοχές που χρειάζονται περαιτέρω βελτίωση και να αποτελέσει ένα σημαντικό βήμα προς την εξάλειψη των ανισοτήτων στον εταιρικό φόρο στην ΕΕ.
Στην ΕΕ, η ευθύνη για τη διαμόρφωση φορολογικών πολιτικών ανήκει στα κράτη μέλη, όμως οι αρνητικές συνέπειες αυτών των επιζήμιων πρακτικών επηρεάζουν το σύνολο της ενιαίας αγοράς. Εξαιτίας αυτού, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή παρακολουθεί στενά τις φορολογικές εξελίξεις και προσπαθεί να προωθήσει την εναρμόνιση, με στόχο τη δημιουργία ενός σταθερού και δίκαιου φορολογικού περιβάλλοντος για όλες τις χώρες. Ωστόσο, το εύρος των παρεμβάσεων της Επιτροπής περιορίζεται στις διατάξεις που επηρεάζουν άμεσα την ενιαία αγορά.
Η ΕΕ έχει θέσει σε εφαρμογή σειρά νομοθετικών πρωτοβουλιών για την καταπολέμηση της φοροαποφυγής. Μία από αυτές είναι η οδηγία κατά της φοροαποφυγής (ATAD), η οποία απαιτεί από τα κράτη μέλη να ενσωματώσουν μέτρα που αποτρέπουν τις εταιρείες από το να εκμεταλλεύονται διαφορές στα φορολογικά συστήματα. Επιπλέον, η οδηγία για τη διοικητική συνεργασία (DAC 6) ενισχύει τη διαφάνεια, επιβάλλοντας την ανταλλαγή πληροφοριών μεταξύ των κρατών μελών για τις φορολογικές δομές των πολυεθνικών.
Επιπροσθέτως, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο έχει εγκρίνει την οδηγία για τους μηχανισμούς επίλυσης φορολογικών διαφορών (TDRD), η οποία αποσκοπεί στην αποτελεσματική διευθέτηση των φορολογικών διενέξεων μεταξύ κρατών, προσφέροντας μεγαλύτερη ασφάλεια στους φορολογούμενους και στις επιχειρήσεις. Ο στόχος είναι να αποφευχθούν οι παρατεταμένες διαμάχες που μπορούν να καταλήξουν σε διπλή φορολόγηση ή ακόμη και σε έλλειψη φορολόγησης.
Εκτός των νομοθετικών εργαλείων, η ΕΕ έχει θεσπίσει τον κώδικα δεοντολογίας για τη φορολογία των επιχειρήσεων, ένα εργαλείο πολιτικής που δεσμεύει τα κράτη μέλη να αποφύγουν τον επιζήμιο φορολογικό ανταγωνισμό. Η Ομάδα «Κώδικας δεοντολογίας» αξιολογεί τα εθνικά φορολογικά καθεστώτα, προσδιορίζει τα επιζήμια μέτρα και προτείνει αλλαγές για την εξάλειψή τους. Η παρακολούθηση της εφαρμογής του κώδικα από τα κράτη μέλη θεωρείται κομβικής σημασίας για την πρόοδο της ΕΕ προς ένα πιο δίκαιο φορολογικό πλαίσιο.