Για τον κατώτατο μισθό, την αγοραστική δύναμη των μισθωτών και τις τριετίες, μίλησαν στην ΕΡΤ οι εργατολόγοι Γιάννης Καρούζος και Διονύσης Τεμπονέρας, με αφορμή την κατάθεση της τροπολογίας για την αύξησή του.
Ο κ. Καρούζος δήλωσε μεταξύ άλλων ότι: «Ξεκίνησε από κάτι αντίστροφο που δεν το είπατε, αλλά είναι πολύ σημαντικό και θα βοηθήσει στη συζήτηση ανακοινώθηκε από το υπουργείο με βάση τα στοιχεία του 22. Πώς διαμορφώθηκε η αύξηση της απασχόλησης στη χώρα μας, αλλά αυτό που ενδιαφέρει τη συζήτηση και αύξησε των μέσων μηνιαίων αποδοχών κατά 12,4%.
Άρα λοιπόν, αυτό το 12,4% αντικατοπτρίζει την εξέλιξη του μισθού το 2022 που συμπεριλαμβάνονται και οι αυξήσεις του 2022. Και έχει μια φράση κλειδί το υπουργείο που λέει σε αυτό, ότι δηλαδή υπερκαλύπτει τις ανάγκες του πληθωρισμού. Αυτή η αύξηση έναντι του πληθωρισμού προέκυψε.
Εδώ βέβαια πρέπει να ανοίξει μια μεγάλη συζήτηση για να απαντήσω στο ερώτημα. Ακόμα δεν έχει ξεπεράσει τον πληθωρισμό αυτή η αύξηση στον ιδιωτικό τομέα, η αγοραστική δύναμη του μισθού, ανακτήθηκε; Κατά την άποψή μου δεν ανακτήθηκε, άρα η κυβέρνηση ενδιαφέρεται και απαντώ ευθέως πλέον, να φτάσει σε μια αύξηση που θα ικανοποιεί τουλάχιστον ένα μεγάλο τμήμα της απώλειας αγοραστικής δύναμης.
Προσωπική μου εκτίμηση, που δεν υποκαθιστά τους κοινωνικούς εταίρους, αλλά θα φτάσουμε σε ένα 9%. Αν κάνουμε την αναγωγή του κατώτατου μισθού σε 12μηνη βάση γιατί είναι 14 μισθοί με τις άδειες και τα δώρα, είμαστε πάνω από τα 900, αλλά όπως το λέτε ακριβώς κοντά στα 800 αν το κάνουμε σε αυστηρά τετράμηνη βάση. Αναφέρομαι όμως στους 14 μισθούς. Στους 12 μήνες είναι πάνω από 900».
Από την πλευρά του ο κ. Τεμπονέρας δήλωσε πως: «Άποψή μου είναι και το βασικό πρόβλημα και η βασική προβληματική της συζήτησης αυτής. Ποιο είναι αυτό; Ότι αυτή τη στιγμή με τον κατώτατο μισθό αμείβονται περίπου 650 χιλιάδες εργαζόμενοι στη χώρα.
Με βάση τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ έχουμε καταγεγραμμένους 4.138.000 εργαζόμενους. Άρα μιλάμε για μια αύξηση η οποία αφορά μόλις το 15% των εργαζομένων. Γιατί; Διότι ακριβώς απουσιάζει ο βασικός μοχλός υποστήριξης των μισθών. Ποιος είναι αυτός; Οι λεγόμενες κλαδικές συμβάσεις.
Εκεί έχουμε πραγματικά πολύ σοβαρό πρόβλημα και εκεί η κυβέρνηση θα πρέπει να επανεξετάσει όλη την πολιτική της, όσον αφορά το ζήτημα των συλλογικών συμβάσεων και τις ρυθμίσεις οι οποίες έχουν υπάρξει.
Η αλήθεια είναι όχι μόνο τώρα, αλλά και τα προηγούμενα χρόνια, δηλαδή τη μνημονιακή περίοδο. Αυτό θα έχει ως αποτέλεσμα να δουν μια αύξηση, ενδεχομένως εκείνοι που αμείβονται με πολύ χαμηλούς μισθούς της τάξης 713 ευρώ. Δεν θα έχουμε όμως το ίδιο την ίδια αύξηση εκείνους εκείνους που οποίοι αμείβονται με 800, 850 και 900 ευρώ.
Παλαιότερα αύξηση, θυμίζω ότι είχαμε και το 2019 κατά 11% στον κατώτατο μισθό. Παρόλα αυτά, τα στοιχεία της ΕΡΓΑΝΗ τότε έδειξαν ότι οι υπόλοιποι μισθοί δεν ακολούθησαν ούτε 11% και είχαμε μια μερική μόνο αύξηση κατά 4%. Άρα εδώ είναι η βάση ο κατώτατος μισθός, είναι ένα θετικό βήμα. Είναι πράγματι σωστή η κριτική, η οποία ακούγεται ότι η αγοραστική δύναμη των μισθών είναι σε ένα ποσοστό μειωμένη κατά 20%.
Άρα θα πρέπει να φύγουμε σε ένα ποσοστό αρκετά μεγάλο για να καλύψουμε ενδεχομένως μέρος των απωλειών της αγοραστικής δύναμης των μισθών. Θα πρέπει όμως σε κάθε περίπτωση να ενισχυθεί από πλευράς πολιτικής προτεραιότητας αυτά τα οποία εφαρμόζονται σε σχέση με τις επιχειρήσεις».
Σε ερώτηση αν αντέχουν οι επιχειρήσεις ή θα πρέπει να υπάρξει και ένα «δώρο», μείωση περαιτέρω των ασφαλιστικών εισφορών, ο κ. Τεμπονέρας απάντησε πως: «Ξέρετε, η ίδια προβληματική ακούστηκε και το 2019, όταν αυξήθηκε και τότε σε δύσκολες δημοσιονομικά συνθήκες και για τις επιχειρήσεις. Βεβαίως ο κατώτατος μισθός κατά 11% για τους άνω των 25 και κατά 27% παρακαλώ για όσους ήταν κάτω από 25 ετών. Και τότε ακούγαμε επιχειρήματα που λέγανε ότι οι επιχειρήσεις δεν μπορούν να αντέξουν και ενδεχομένως να καταρρεύσουν. Ποιο ήταν το αποτέλεσμα;
Η κατανάλωση ενισχύθηκε διότι όπως δείχνουν μελέτες, φαίνεται ότι ειδικά οι χαμηλόμισθοι ξοδεύουν το σύνολο του μισθού τους στην κατανάλωση, άρα αυτό ενισχύει τη ρευστότητα και τα έσοδα και τον τζίρο των μικρομεσαίων επιχειρήσεων που είναι η μεγάλη πλειοψηφία στη χώρα.
Από εκεί και πέρα, βεβαίως έχετε δίκιο. Θα πρέπει να υπάρχει και ένα ολιστικό σχέδιο στήριξης της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας με πρόσβαση στη ρευστότητα, με δανεισμό αλλά και με επιπλέον στήριξη με βάση τις οφειλές και τα χρέη τα οποία έχουν δημιουργηθεί κατά τη διάρκεια της πανδημίας. Συμφωνώ μαζί σας ότι θα πρέπει το ζήτημα του κατώτατου μισθού να έρθει παράλληλα με πολιτικές στήριξης της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας».
Ακολούθως ο κ. Καρούζος αναφερόμενος στις τριετίες σχολίασε πως: «Δεν το αγγίζει. Κάνεις σαν θέμα, διότι έχουν μείνει στάσιμες. Δεν υπήρξε νομοθετική, γενναία πρωτοβουλία για να επανέλθουν τριετίες από καμία κυβέρνηση μέχρι σήμερα. Και δυστυχώς αν η ανεργία δεν πέσει κάτω από το 10% που δεν προβλέπεται να πέσει σύμφωνα με την εγγεγραμμένη ανεργία, προβλεπόμενη και με βάση τον προϋπολογισμό, τότε για το 2023 δεν προβλέπεται η πτώση κάτω από 10%. Θα υπάρχει το παράδοξο φαινόμενο ένας να δουλεύει από το 2012 και να μην έχει ούτε μία προσαύξηση στο μισθό, αν εργοδότης δεν ήθελε να συμφωνήσει με αυξήσεις στην ατομική σύμβαση».
Αναφερόμενος στον κατώτατο μισθό ο Διονύσης Τεμπονέρας, τόνισε ότι σε σχέση με άλλες χώρες: «Είμαστε περίπου στη μέση αυτή τη στιγμή. Το σημαντικό όμως δεν είναι αυτό το απόλυτο μέγεθος. Είναι η σύγκριση η οποία γίνεται σε σχέση με την αγοραστική δύναμη των μισθών.
Δηλαδή, άμα συγκρίνουμε το μισθό με βάση που βρίσκονται οι τιμές των προϊόντων αλλά και η γενικότερη οικονομική κατάσταση, οι υπόλοιπες χώρες της Ευρώπης, όπως για παράδειγμα η Ρουμανία, όπου έχει αυτή τη στιγμή σε σχέση με εμάς, αν θέλετε υψηλότερο κατώτατο μισθό σε απόλυτο νούμερο, εμφανίζει λόγω ακριβώς της διαφοράς των τιμών και της οικονομικής διαφοράς που έχουν οι δύο χώρες μεταξύ τους, αρκετά μεγαλύτερο μισθό σε πλευρά από πλευράς αγοραστικής δύναμης σε σχέση με τη χώρα μας. Άρα εδώ θα πρέπει να το δούμε το ζήτημα συνολικά».
www.ertnews.gr