Οι κόκκινοι σκίουροι μπορεί να έπαιξαν ρόλο στην εξάπλωση της λέπρας κατά τον Μεσαίωνα, σύμφωνα με μελέτη μιας διεθνούς ομάδας ερευνητών, η οποία εντόπισε το βακτήριο σε οστά σκίουρων που χρονολογούνται την ίδια εποχή. Η μελέτη επιβεβαιώνει προηγούμενες έρευνες οι οποίες έχουν υποστηρίξει πως το εμπόριο γούνας μπορεί να έπαιξε ρόλο στην εξάπλωση της νόσου.
Η λέπρα είναι μία από τις παλαιότερες μολυσματικές ασθένειες που έχουν καταγραφεί στον άνθρωπο και συνήθως προκαλείται από το βακτήριο Mycobacterium leprae. Ενώ σήμερα οι περισσότερες περιπτώσεις περιορίζονται στη νοτιοανατολική Ασία και μπορούν να αντιμετωπιστούν με αντιβιοτικά, η λέπρα ήταν συχνή στη μεσαιωνική Αγγλία.
Ωστόσο, δεν είναι ακόμη σαφές ποιος ακριβώς ήταν ο ρόλος των ζώων στην εξάπλωση και τη μετάδοση της λέπρας, σύμφωνα με την επικεφαλής της μελέτης Βερένα Σούνεμαν από το Πανεπιστήμιο της Βασιλείας.
«Δεν γνωρίζουμε αν οι σκίουροι μόλυναν τους ανθρώπους ή το αντίστροφο» πρόσθεσε.
Ωστόσο, τα βακτήρια της λέπρας που κατάφεραν να ανιχνεύσουν οι ερευνητές στα οστά των μεσαιωνικών σκίουρων από την Αγγλία σχετίζονται στενά με εκείνα που βρέθηκαν σε ανθρώπινα οστά της ίδιας περιόδου και περιοχής.
«Είναι η πρώτη φορά που βρίσκουμε ένα ζώο ξενιστή της λέπρας στο αρχαιολογικό αρχείο, πράγμα που είναι συναρπαστικό», δήλωσε η συν-συγγραφέας της μελέτης Δρ. Σάρα Ίνσκιπ από το Πανεπιστήμιο του Λέστερ.
«Αυτό το εύρημα καταρρίπτει τη θεωρία ότι η λέπρα μόλυνε μόνο τους ανθρώπους. Το κοινό στέλεχος που βρήκαμε υποδηλώνει ότι κυκλοφορούσε μεταξύ ανθρώπων και ζώων κατά τον Μεσαίωνα με τρόπο που δεν είχε ανιχνευθεί προηγουμένως» πρόσθεσε.
Οι ερευνητές μελέτησαν στελέχη της λέπρας που βρέθηκαν σε δείγματα από τρεις ανθρώπους που έζησαν στο Γουίντσεστερ πριν από 900 έως 600 χρόνια, καθώς και από έναν σκίουρο του οποίου τα οστά βρέθηκαν σε έναν λάκκο γουναρικών. Η ομάδα εστίασε στο Γουίντσεστερ επειδή ήταν μια σημαντική πόλη εκείνη την εποχή, διέθετε λεπροκομείο και πολλοί από τους κατοίκους της ασχολούνταν με την προετοιμασία και την πώληση γουναρικών – πράγμα που σημαίνει ότι ήταν δυνατό να βρεθούν λείψανα σκίουρου και ανθρώπου από εκείνη την εποχή.
Εξετάζοντας τα λείψανα 12 κόκκινων σκίουρων και 25 ανθρώπων, οι ερευνητές εντόπισαν ένα παρόμοιο στέλεχος λέπρας σε όλα τα δείγματα. Τα ευρήματα λοιπόν υποδηλώνουν ότι όντως υπήρξε μετάδοση της νόσου μεταξύ ανθρώπων και σκίουρων και σύμφωνα με την Ίνσκιπ, υπάρχουν διάφορες θεωρίες για το πώς μπορεί να συνέβη αυτή η μετάδοση.
«Ένας παράγοντας θα μπορούσε να είναι το εμπόριο γούνας», είπε.
Πράγματι, η μελέτη αναφέρει ότι μόνο το 1384 εισήχθησαν στην Αγγλία 377.200 κομμάτια δέρματος σκίουρου από τη Σκανδιναβία και αλλού. Επίσης, οι άνθρωποι εκείνης της εποχής διατηρούσαν τους σκίουρους ως κατοικίδια, προσφέροντας μια άλλη οδό επαφής με τον άνθρωπο.
«Και οι δύο μηχανισμοί είναι πιθανοί. Και δεν είναι και αμοιβαία αποκλειόμενοι», δήλωσε η ερευνήτρια, προσθέτοντας ότι η μελέτη αφορά και τους ανθρώπους που πάσχουν από λέπρα σήμερα.
«Ίσως να πρέπει να πάμε να εξετάσουμε τα ζώα που ζουν κοντά σε αυτές τις κοινότητες. Πιθανώς κάποια από αυτά τα ζώα φέρουν τα συγκεκριμένα βακτήρια και γι’ αυτό η ασθένεια να εξακολουθεί να κυκλοφορεί» προσθεσε.
Τα ευρήματα της μελέτης δημοσιεύθηκαν στο περιοδικό «Current Biology».
ΠΗΓΗ: Guardian
www.ertnews.gr