Η βιοποικιλότητα του πλανήτη μας απειλείται από ανθρώπινες δραστηριότητες, όπως η εκκαθάριση των οικοτόπων, η εισαγωγή χωροκατακτητικών ειδών και η κλιματική αλλαγή. Για να αναχαιτίσουν την απώλειά της, οι άνθρωποι σε διάφορα μέρη του κόσμου λαμβάνουν μέτρα, συμπεριλαμβανομένης της δημιουργίας προστατευόμενων περιοχών, της απομάκρυνσης των χωροκατακτητικών ειδών ή της αποκατάστασης οικοτόπων, όπως τα δάση και οι υγρότοποι.
Τώρα, μια επιστημονική ομάδα, με επικεφαλής την μη κερδοσκοπική περιβαλλοντική οργάνωση Re:wild, τα πανεπιστήμια της Οξφόρδης και του Κεντ και τη Διεθνή Ένωση για τη Διατήρηση της Φύσης, ανέλυσε τα ευρήματα 186 μελετών που κάλυπταν 665 διαφορετικές παρεμβάσεις διατήρησης παγκοσμίως. Οι μελέτες κάλυψαν πάνω από έναν αιώνα δράσεων διατήρησης και αξιολόγησαν προσπάθειες που στόχευαν σε διαφορετικά επίπεδα βιοποικιλότητας – είδη, οικοσυστήματα και γενετική ποικιλότητα.
«Αυτό που διαπιστώσαμε ήταν εξαιρετικά ενθαρρυντικό: οι προσπάθειες διατήρησης είναι αποτελεσματικές σχεδόν παντού. Διαπιστώσαμε ότι οι δράσεις διατήρησης βελτίωσαν την κατάσταση της βιοποικιλότητας ή επιβράδυναν την απώλειά της στην πλειονότητα των περιπτώσεων (66%). Ωστόσο, το πιο σημαντικό που διαπιστώσαμε, είναι ότι όταν οι παρεμβάσεις διατήρησης λειτουργούν, είναι εξαιρετικά αποτελεσματικές» γράφουν οι ερευνητές σε άρθρο τους στον ιστότοπο Fast Company.
Η νέα μελέτη παρέχει τις ισχυρότερες αποδείξεις μέχρι σήμερα ότι η διατήρηση της φύσης όχι μόνο είναι επιτυχής, αλλά ότι η κλιμάκωση των παρεμβάσεων διατήρησης θα ήταν μετασχηματιστική για την ανάσχεση και την αντιστροφή της απώλειας της βιοποικιλότητας, αλλά και για τη μείωση των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής, υποστηρίζουν οι ερευνητές.
Τα ευρήματα της μετα-ανάλυσης του αντίκτυπου των δράσεων διατήρησης είναι ζωτικής σημασίας, καθώς περισσότερα από 44.000 είδη κινδυνεύουν με εξαφάνιση, γεγονός που θα έχει τεράστιες συνέπειες για τα οικοσυστήματα, τα οποία παρέχουν σε δισεκατομμύρια ανθρώπους σε όλο τον κόσμο καθαρό νερό και πόρους διαβίωσης, μεταξύ άλλων.
«Αν κοιτάξουμε μόνο την τάση της μείωσης των ειδών, θα ήταν εύκολο να πούμε ότι δεν έχουμε καταφέρει να προστατεύσουμε τη βιοποικιλότητα, αλλά έτσι δεν βλέπουμε την πλήρη εικόνα», δήλωσε η Πένυ Λάνγκχαμερ, επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης και εκτελεστική αντιπρόεδρος της Re:wild.
«Αυτό που δείχνουμε με αυτή τη μελέτη είναι ότι οι προσπάθειες διατήρησης της βιοποικιλότητας μπορούν να σταματήσουν και να αντιστρέψουν αυτή την απώλεια. Είναι σαφές πως πρέπει να δοθεί προτεραιότητα και να διοχετευθούν περισσότεροι πόροι στη διατήρηση σε παγκόσμιο επίπεδο, ενώ ταυτόχρονα θα πρέπει να αντιμετωπίσουμε τους συστημικούς παράγοντες που προκαλούν την απώλεια της βιοποικιλότητας, όπως η μη βιώσιμη κατανάλωση και παραγωγή» πρόσθεσε.
Ακόμα και στη μειοψηφία των περιπτώσεων όπου οι δράσεις διατήρησης δεν κατάφεραν να ανακτήσουν ή να επιβραδύνουν την απώλεια των ειδών, οι συντηρητές επωφελήθηκαν από τις γνώσεις που απέκτησαν και μπόρεσαν να βελτιώσουν τις μεθόδους τους. Για παράδειγμα, στην Ινδία η αφαίρεση των χωροκατακτητικών φυκιών οδήγησε στην εξάπλωσή τους, επειδή κατακερματίστηκαν κατά τη διαδικασία. Οι περιβαλλοντολόγοι θα μπορούσαν τώρα να εφαρμόσουν μια διαφορετική στρατηγική για την απομάκρυνση των φυκιών, η οποία θα είναι πιο αποτελεσματική.
Οι συν-συγγραφείς της μελέτης διαπίστωσαν επίσης συσχέτιση μεταξύ των πιο πρόσφατων παρεμβάσεων διατήρησης και των θετικών αποτελεσμάτων για τη βιοποικιλότητα, που σημαίνει ότι οι δράσεις αυτές γίνονται πιθανότατα πιο αποτελεσματικές με την πάροδο του χρόνου. Άλλοι πιθανοί λόγοι αυτής της συσχέτισης περιλαμβάνουν την αύξηση της χρηματοδότησης και τις στοχευμένες παρεμβάσεις.
Οι συγγραφείς της μελέτης σημειώνουν πως πάνω από το ήμισυ του παγκόσμιου ΑΕΠ– σχεδόν 44 τρισεκατομμύρια δολάρια– εξαρτάται σε μέτριο ή σε μεγάλο βαθμό από τη φύση. Σύμφωνα με προηγούμενες μελέτες, ένα ολοκληρωμένο παγκόσμιο πρόγραμμα διατήρησης μπορεί να κοστίσει από 178 έως 524 δισεκατομμύρια δολάρια. Συγκριτικά, μόνο το 2022, οι επιδοτήσεις για την παραγωγή και τη χρήση ορυκτών καυσίμων – τα οποία είναι καταστροφικά για τη φύση καθώς η καύση τους αποτελεί την κύρια αιτία της κλιματικής αλλαγής – ανήλθαν συνολικά σε 7 τρισεκατομμύρια δολάρια παγκοσμίως. Σήμερα, μόλις 121 δισεκατομμύρια δολάρια επενδύονται ετησίως για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας σε όλο τον κόσμο.
Η ερευνητική ομάδα σημειώνει πως απαιτούνται περισσότερες μελέτες οι οποίες θα εξετάζουν τον αντίκτυπο ενός ευρύτερου φάσματος παρεμβάσεων διατήρησης, όπως εκείνες που εξετάζουν την αποτελεσματικότητα του ελέγχου της ρύπανσης, της προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή και της βιώσιμης χρήσης των ειδών. Η μελέτη δείχνει επίσης ότι διαθέτουμε αποτελεσματικά εργαλεία για τη διατήρηση της βιοποικιλότητας τα οποία φαίνεται ότι βελτιώνονται με την πάροδο του χρόνου.
Η μελέτη δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Science».
ΠΗΓΗ: Science, Fast Company
www.ertnews.gr