Η νόσος Αλτσχάιμερ μπορεί να μεταδοθεί από άνθρωπο σε άνθρωπο μέσω σπάνιων ιατρικών ατυχημάτων, σύμφωνα με νέα μελέτη. Ωστόσο, οι ειδικοί τονίζουν ότι δεν υπάρχουν αποδείξεις ότι η νόσος μπορεί να μεταδοθεί μεταξύ των ανθρώπων μέσω καθημερινών δραστηριοτήτων.
Σύμφωνα με τη νέα βρετανική μελέτη, πέντε ασθενείς πιστεύεται ότι εμφάνισαν πρώιμα Αλτσχάιμερ μετά τη χορήγηση μιας απαγορευμένης πλέον θεραπείας με αυξητική ορμόνη που χορηγήθηκε σε σχεδόν 2.000 παιδιά πριν από δεκαετίες. Πρόκειται για την πρώτη απόδειξη μετάδοσης της νόσου από άνθρωπο σε άνθρωπο.
Όπως αναφέρουν οι ερευνητές στη μελέτη τους που δημοσιεύθηκε στο επιστημονικό περιοδικό «Nature Medicine», μεταξύ 1959 και 1985 τουλάχιστον 1.848 άτομα στο Ηνωμένο Βασίλειο, έλαβαν την ανθρώπινη αυξητική ορμόνη, η οποία είχε εξαχθεί από αποθανόντες δότες. Σύμφωνα με τους ερευνητές του University College London (UCL) και του University College London Hospitals (UCLH), τα ευρήματα μπορεί να έχουν σημαντικές επιπτώσεις στην κατανόηση και τη θεραπεία της νόσου Αλτσχάιμερ.
Οι εμπειρογνώμονες τόνισαν ότι τα ευρήματα δεν δείχνουν ότι η νόσος Αλτσχάιμερ μπορεί να μεταδοθεί μεταξύ των ανθρώπων μέσω καθημερινών δραστηριοτήτων ή φροντίδας ρουτίνας και ότι δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας για την υγεία του γενικού πληθυσμού. Ωστόσο, σύμφωνα με την επιστημονική ομάδα, η μελέτη υποδηλώνει ότι ορισμένοι από τους τρόπους με τους οποίους η πάθηση αναπτύσσεται στον εγκέφαλο ενός ατόμου θα μπορούσαν να είναι παρόμοιοι με άλλες ασθένειες που εξαπλώνονται από λανθασμένα διπλωμένες πρωτεΐνες, γνωστές ως πρωτεΐνες πριόν.
Ο Τζον Κόλιντζ, επικεφαλής συγγραφέας της μελέτης και διευθυντής του UCL Institute of Prion Diseases και σύμβουλος νευρολόγος στο UCLH, δήλωσε: «Δεν υπάρχει καμία απολύτως ένδειξη ότι η νόσος του Αλτσχάιμερ μπορεί να μεταδοθεί μέσω καθημερινών δραστηριοτήτων ή στο πλαίσιο συνήθους ιατρικής περίθαλψης.
«Ωστόσο, η αναγνώριση της μετάδοσης της παθολογίας του αμυλοειδούς βήτα σε αυτές τις σπάνιες περιπτώσεις θα πρέπει να μας οδηγήσει στην επανεξέταση των μέτρων για την πρόληψη της τυχαίας μετάδοσης μέσω άλλων ιατρικών ή χειρουργικών διαδικασιών, προκειμένου να αποφευχθούν τέτοιες περιπτώσεις στο μέλλον», τόνισε ο ερευνητής.
Η εν λόγω πρακτική απαγορεύτηκε το 1985, αφού προέκυψε ότι ορισμένες ορμόνες που χρησιμοποίηθηκαν ήταν μολυσμένες με πρωτεΐνες που προκαλούν τη νόσο Creutzfeldt-Jakob (CJD) – μια σπάνια και θανατηφόρα πάθηση που προσβάλλει τον εγκέφαλο – σε ορισμένα άτομα.
Η νέα μελέτη επικεντρώνεται σε οκτώ άτομα που παραπέμφθηκαν στην Εθνική Κλινική Prion του UCLH στο Εθνικό Νοσοκομείο Νευρολογίας και Νευροχειρουργικής στο Λονδίνο, τα οποία είχαν όλα υποβληθεί σε θεραπεία με c-hGH όταν ήταν παιδιά, συχνά επί σειρά ετών. Πέντε από αυτούς είχαν εμφανίσει συμπτώματα άνοιας και είτε είχαν ήδη διαγνωστεί με τη νόσο Αλτσχάιμερ είτε πληρούσαν διαφορετικά τα διαγνωστικά κριτήρια για την πάθηση αυτή.
«Η μελέτη αυτή παρέχει στοιχεία για μια εξαιρετικά σπάνια και ασυνήθιστη οδό μέσω της οποίας η νόσος Αλτσχάιμερ θα μπορούσε ενδεχομένως να έχει μεταδοθεί σε ορισμένους ασθενείς αφού έλαβαν ανθρώπινη αυξητική ορμόνη από τους εγκεφάλους αποθανόντων δοτών. Ωστόσο, δεν είναι γνωστό πόσο συχνή ήταν η μετάδοση της νόσου Αλτσχάιμερ στους 1.800 ανθρώπους που έλαβαν αυτή τη θεραπεία και η μελέτη εξέτασε μόνο τα αρχεία οκτώ ανθρώπων», δήλωσε ο Δρ. Ρίτσαρντ Όουκλεϊ, αναπληρωτής διευθυντής έρευνας και καινοτομίας στην Εταιρεία Αλτσχάιμερ.
«Καθώς η θεραπεία απαγορεύτηκε το 1985, δεν υπάρχει λόγος ανησυχίας για την υγεία του γενικού πληθυσμού. Σήμερα, οι ασθενείς λαμβάνουν συνθετικές εναλλακτικές λύσεις, οι οποίες έχουν εγκριθεί για την ασφάλεια τους και δεν ενέχουν κίνδυνο μετάδοσης ασθενειών», πρόσθεσε.
«Πρόκειται για μια πολύ ενδιαφέρουσα μελέτη που παρέχει περαιτέρω πληροφορίες σχετικά με τον κίνδυνο μιας μεταδοτικής μορφής του αμυλοειδούς βήτα, μιας πρωτεΐνης που εμπλέκεται στην εγκεφαλική αγγειοπάθεια του αμυλοειδούς και στη νόσο του Αλτσχάιμερ», εξήγησε ο Μπαρτ Ντε Στρούπερ, επικεφαλής της ομάδας στο Ερευνητικό Ινστιτούτο Άνοιας του Ηνωμένου Βασιλείου στο UCL.
Ωστόσο, πρόσθεσε ότι με βάση τα στοιχεία ο κίνδυνος απόκτησης μιας μεταδοτικής μορφής αμυλοειδούς είναι «πολύ χαμηλός» και ότι κανείς δεν πρέπει να επανεξετάσει ή να σταματήσει οποιαδήποτε ιατρική διαδικασία.
ΠΗΓΗ: Independent
www.ertnews.gr