Αν ήθελε η κυβέρνηση να αντιμετωπίσει τα λαϊκά προβλήματα θα δρομολογούσε πρώτα απ’ όλα με γενναία κρατική χρηματοδότηση τη λειτουργία των αναγκαίων, σύγχρονων, ασφαλών ΜΜΜ με όλο το απαραίτητο προσωπικό και συχνά δρομολόγια.
Είναι προκλητικές οι εξαγγελίες της κυβέρνησης στην πρόσφατη συνέντευξη Τύπου που εμφανίζουν την τοποθέτηση 1.300 και πλέον καμερών στους δρόμους της Αττικής ως μοναδικό στόχο και «μαγική λύση» για την οδική ασφάλεια και την αντιμετώπιση του κυκλοφοριακού χάους. Ενώ, σε δεύτερο χρόνο, προανήγγειλε και την τοποθέτηση καμερών στα λεωφορεία για την καταγραφή όσων κινούνται στις λεωφορειολωρίδες, αλλά και στους δρόμους της Θεσσαλονίκης.
Διευκρίνισε βέβαια ότι ταυτόχρονα θα προχωρήσει στην ανάπτυξη και χρήση ενός νέου πληροφοριακού συστήματος που θα συγκεντρώνει όλα τα δεδομένα από τις κάμερες και τα tablets των αστυνομικών, και θα προχωρά στην άμεση ψηφιακή βεβαίωση των παραβάσεων, στην ψηφιακή επίδοση της βεβαίωσης παράβασης μέσω SMS, στήνοντας έναν ακόμα εισπρακτικό μηχανισμό, ψηφιακό αυτήν τη φορά.
Η «μαγική λύση» που διαφημίζει η κυβέρνηση δεν έχει ως κύριο στόχο την αντιμετώπιση του οξυμένου κυκλοφοριακού προβλήματος που βασανίζει καθημερινά χιλιάδες εργαζόμενους και λαϊκά στρώματα, που παίζουν το κεφάλι τους «κορόνα – γράμματα» σε δρόμους – καρμανιόλα, αφύλακτες διαβάσεις, στοιβάζονται σαν τις σαρδέλες σε ακατάλληλα Μέσα Μαζικής Μεταφοράς (ΜΜΜ) με συνεχείς βλάβες, καθυστερήσεις, ατυχήματα.
Αν ήθελε να αντιμετωπίσει τα λαϊκά προβλήματα θα δρομολογούσε πρώτα απ’ όλα με γενναία κρατική χρηματοδότηση τη λειτουργία των αναγκαίων, σύγχρονων, ασφαλών ΜΜΜ με όλο το απαραίτητο προσωπικό και συχνά δρομολόγια. Δεν θα έμενε σε διαπιστώσεις ότι «είκοσι χρόνια από τους Ολυμπιακούς Αγώνες δεν έχει προστεθεί ούτε ένα τετραγωνικό καινούργιου δρόμου» αλλά θα προχωρούσε στη δημιουργία των αναγκαίων έργων.
Θα υλοποιούσε τα δίκαια αιτήματα των εργαζομένων και των λαϊκών στρωμάτων για επαναφορά των δωρεάν δρομολογίων στις αστικές συγκοινωνίες για τους εργαζόμενους κατά την έναρξη και τη λήξη των βαρδιών, μείωση της τιμής του εισιτηρίου στα ΜΜΜ (Λεωφορεία, Τρόλεϊ, Τραμ, Μετρό, ΗΣΑΠ, Προαστιακός, ΟΣΕ) κατά 50%, δωρεάν μετακινήσεις για μαθητές, φοιτητές, ανέργους, ΑμεΑ, συνταξιούχους.
Ομως, όλα αυτά αποτελούν «μη επιλέξιμο» κόστος στη ζυγαριά κόστους – οφέλους της ΕΕ που γέρνει πάντα υπέρ των συμφερόντων του κεφαλαίου, και στηρίζουν διαχρονικά οι κυβερνήσεις και τα κόμματα του συστήματος.
Η τοποθέτηση ακόμα περισσότερων καμερών και η αυστηροποίηση του νομοθετικού πλαισίου με επιβολή υψηλότερων προστίμων δεν θα λύσουν τα προβλήματα. Αυτό επιβεβαιώνεται και από τη διεθνή πείρα, το ξέρει πολύ καλά η κυβέρνηση, όπως και όλες οι προηγούμενες που της έστρωσαν τον δρόμο για τέτοιες «λύσεις».
Η διεθνής πείρα και η καραμέλα της «αποτελεσματικότητας»
Η χρήση καμερών στους δρόμους έχει γενικευτεί την τελευταία εικοσαετία σε ΗΠΑ και ΕΕ. Σε μεγάλο κομμάτι της συζήτησης για την αποτελεσματικότητα της χρήσης καμερών, παρουσιάζονται διάφορα στοιχεία που δείχνουν κάποια μείωση σε παραβάσεις του ΚΟΚ και τροχαία ατυχήματα, αλλά σε πολλές από αυτές τις μελέτες υπάρχει η παραδοχή ότι δεν αποδεικνύεται πως η μείωση αυτή οφείλεται στις κάμερες.
Μάλιστα, σε πολλές περιπτώσεις διάφορες τέτοιες μελέτες παραδέχονται κυνικά ότι η τοποθέτηση καμερών είναι η πιο «συμφέρουσα» λύση, αφού το κόστος είναι ασύγκριτα μικρότερο σε σχέση με το να προχωρούσαν όλα τα μέτρα για σύγχρονες ασφαλείς μεταφορές, που περιγράψαμε παραπάνω. Σε αυτήν τη βάση η χρήση καμερών προωθείται ως φθηνή λύση για το κράτος.
Ομως, είναι αποκαλυπτικά ορισμένα στοιχεία από τις ΗΠΑ, στις οποίες η χρήση καμερών εφαρμόζεται σχεδόν σε όλες τις Πολιτείες για πάνω από 20 χρόνια. Σύμφωνα με στοιχεία της Αμερικανικής Ενωσης Αυτοκινητιστών, από το 2008 έως το 2019, 9.227 άνθρωποι πέθαναν σε τροχαία με παραβίαση ερυθρού σηματοδότη. Το 2019, δε, πέθαιναν δύο άνθρωποι κάθε μέρα.
Οι θάνατοι σε ατυχήματα με μηχανές έφτασαν σε ιστορικό υψηλό το 2020, ξεπερνώντας σε αριθμό το αμέσως μεγαλύτερο που είχε καταγραφεί το 1924! Αντίστοιχα, το 2017, 939 άνθρωποι σκοτώθηκαν σε ατυχήματα παραβίασης ερυθρού σηματοδότη, το ψηλότερο νούμερο της δεκαετίας και με αύξηση 23% από το 2012.
Την ίδια στιγμή, καταγράφεται και σχετική πείρα σύμφωνα με την οποία όχι μόνο δεν είναι αποτελεσματική η χρήση τους αλλά δημιουργεί και επιπλέον σοβαρά προβλήματα. Για παράδειγμα:
– Υπάρχουν περιπτώσεις που η τοποθέτηση, συντήρηση, αναβάθμιση των καμερών δίνονται σε ιδιωτικές εταιρείες οι οποίες παίρνουν ως «προμήθεια» ένα ποσοστό επί των προστίμων που «κόβονται», με αποτέλεσμα να στέλνονται σωρηδόν «ραβασάκια», για να αυξάνονται τα έσοδα των εταιρειών.
– Υπάρχουν περιπτώσεις που οι κάμερες τοποθετήθηκαν ως επί το πλείστον σε περιοχές που κατοικεί φτωχότερος πληθυσμός και όχι στις «καλές» συνοικίες.
Επικίνδυνες πραγματικές στοχεύσεις απέναντι στον «εχθρό λαό»
Το γεγονός ότι ο υπουργός Προστασίας του Πολίτη φρόντισε να εντάξει και την αντιμετώπιση της εγκληματικότητας για να «προωθήσει» τη γενικευμένη χρήση καμερών αποκαλύπτει ακόμα περισσότερο τις αντιδραστικές στοχεύσεις τους. Εχει ήδη αποδειχτεί ότι η «αντιμετώπιση της εγκληματικότητας» αποτελεί μια βολική ομπρέλα που, στο όνομα της «πρόληψης», νομιμοποιεί τη μαζική παρακολούθηση σε όλες τις πλευρές της καθημερινής ζωής, από το διαδίκτυο μέχρι τους δρόμους.
Στη συγκεκριμένη περίπτωση θα δημιουργηθεί και μια νέα ψηφιακή βάση δεδομένων, που θα έχει στα χέρια του το κράτος και θα μπορεί να ταυτοποιεί άμεσα οχήματα και οδηγούς, επιβάλλοντας και πρόστιμα. Στη συνέντευξη Τύπου ο περιφερειάρχης Αττικής έκανε λόγο για «έξυπνες κάμερες», με τον υπουργό Μεταφορών να συμπληρώνει ότι οι κάμερες θα καταγράφουν ακόμα και το αν γίνεται χρήση κινητού τηλεφώνου, ενώ θα ελέγχουν και ΚΤΕΟ, ασφαλιστικό συμβόλαιο και ακινησία των οχημάτων.
Στην πραγματικότητα, η τοποθέτηση 1.300 και πλέον καμερών εντάσσεται στο συνολικότερο σχέδιο της μεγαλύτερης αστυνόμευσης και του φακελώματος για ό,τι κινείται στους δρόμους της Αθήνας, με το βλέμμα στραμμένο στις εργατικές – λαϊκές κινητοποιήσεις, στον «εχθρό λαό».
Ανήκει στο ίδιο σχέδιο που υπηρετούν τα drones της αστυνομίας, οι κάμερες στους αστυνομικούς, οι ήδη υπάρχουσες κάμερες της Περιφέρειας σε κεντρικούς δρόμους κ.ο.κ. Είναι πλευρά του σύγχρονου ψηφιακού αστικού κράτους που συγκεντρώνει και διασυνδέει δεδομένα και υπηρεσίες για κάθε χρήση, με βάση και τις αντίστοιχες κατευθύνσεις της ΕΕ.
Ηδη από τη «Λευκή Βίβλο για την Τεχνητή Νοημοσύνη» το 2020, στο πλαίσιο των «έξυπνων πόλεων» (smart cities), έμπαινε ως κατεύθυνση η χρήση ενός βασισμένου στην τεχνητή νοημοσύνη συστήματος ευρείας παρακολούθησης μέσω καμερών ασφαλείας με τεχνολογία αναγνώρισης προσώπου.
Είναι χαρακτηριστικό το παράδειγμα της Γαλλίας, όπου σε μια σειρά από πόλεις χρησιμοποιούνται «έξυπνες ή επαυξημένες» κάμερες, δηλαδή συστήματα βιντεοεπιτήρησης δημόσιου χώρου που λειτουργούν με πρόγραμμα τεχνητής νοημοσύνης, χρησιμοποιούν δηλαδή βιομετρικά δεδομένα.
Ακόμα και αν δεν πραγματοποιούν – μέχρι στιγμής – αναγνώριση προσώπου, η ανάλυση της συμπεριφοράς και της κίνησης των ατόμων εξακολουθεί να είναι βιομετρική και οδηγεί στην ταυτοποίηση και στην καταγραφή του κάθε ατόμου ξεχωριστά.
Ηδη αντιδράσεις και καταγγελίες για μαζική παρακολούθηση υπάρχουν σε Μασσαλία, Νίκαια, Ρενς, που επικαλούνται και σειρά μελετών που αμφισβητούν την όποια αποτελεσματικότητα αυτών των μεθόδων στην αντιμετώπιση του εγκλήματος.
Με αφορμή μάλιστα τους Ολυμπιακούς Αγώνες, ψηφίστηκε νόμος, στο όνομα της προστασίας της «εθνικής ασφάλειας», με την έγκριση της γαλλικής Αρχής Προστασίας Δεδομένων (CNIL), για την ανάπτυξη ενός πρωτοφανούς (για τα ευρωπαϊκά δεδομένα) έκτασης και τεχνολογικών δυνατοτήτων συστήματος βιντεοεπιτήρησης του δημόσιου χώρου.
Παρότι, σε αυτήν τη φάση, τυπικά έχει αποκλειστεί η αναγνώριση προσώπων, πέραν του ότι υπάρχει τεχνικά αυτή η δυνατότητα, εφαρμόζεται η χρήση βιντεοεπιτήρησης προκειμένου να εντοπίζονται σε ζωντανό χρόνο πάσης φύσεως «παράξενες» συμπεριφορές.
Δηλαδή, συμπεριφορές που το ειδικό λογισμικό το οποίο συνδέεται με την εικόνα που συλλέγεται από τις εκατοντάδες κάμερες σε σταθμούς, μέσα μεταφοράς, δρόμους και πλατείες, αναγνωρίζει ως «μη προβλεπόμενες». Ο νόμος εξαρχής προέβλεπε την πιλοτική χρήση αυτού του συστήματος ακόμα και μετά την ολοκλήρωση των Ολυμπιακών Αγώνων, μέχρι τις 31 Μάρτη 2025 και ήδη γίνεται συζήτηση για να δοθεί επιπλέον παράταση.
Ασφάλεια για ποιον;
Τα ίδια επιχειρήματα περί «ασφάλειας» επικαλέστηκε και η κυβέρνηση για να προωθήσει αυτήν την απαράδεκτη απόφαση. Πρόκειται για την κλασική «ομπρέλα», κάτω από την οποία διαχρονικά το αστικό κράτος και οι κυβερνήσεις του προσπαθούν να «χωρέσουν» μέτρα για την ένταση της καταστολής, τον περιορισμό των λαϊκών ελευθεριών. Τα ίδια επικαλούνταν οι κυβερνήσεις από το 2004 για να γεμίσουν με τις λαομίσητες «χαφιεδοκάμερες» (το σύστημα C4I) τους δρόμους της Αθήνας.
Μάλιστα, λίγο καιρό μετά, αναγκάστηκε μέχρι και η Αρχή Προστασίας Δεδομένων Προσωπικού Χαρακτήρα να επιβάλει πρόστιμο στο τότε υπουργείο Δημόσιας Τάξης γιατί διαπίστωσε ότι οι κάμερες χρησιμοποιούνταν για καταγραφή κινητοποιήσεων και διαδηλωτών, όπως κατήγγειλαν από την πρώτη στιγμή το εργατικό – λαϊκό κίνημα, προοδευτικοί νομικοί, ακαδημαϊκοί κ.λπ.
Οσα προσχήματα και να επιστρατεύσει η κυβέρνηση, με την ένταση της προληπτικής αστυνόμευσης και της καταστολής δεν θα καταφέρει να κρύψει τους πραγματικούς στόχους και να τρομοκρατήσει τους δίκαιους αγώνες των εργαζομένων.
Οσα μέτρα και αν προσπαθήσουν να πάρουν για να «ασφαλίσουν» την εξουσία του κεφαλαίου, οι εργαζόμενοι και τα λαϊκά στρώματα, με τον οργανωμένο αγώνα τους, έχουν τη δύναμη να κλιμακώσουν τη σύγκρουση με την πολιτική του κεφαλαίου, το κράτος και τους μηχανισμούς του για να βγουν απ’ τον βάλτο της καθημερινής ανασφάλειας και εκμετάλλευσης.
(Η Μαρίνα Λαβράνου είναι υπεύθυνη του Τμήματος Δικαιοσύνης και Λαϊκών Ελευθεριών της ΚΕ του ΚΚΕ -Το άρθρο αποτελεί αναδημοσίευση από την εφημερίδα “Ριζοσπάστης Σαββατοκύριακου”)