Με τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, ένα νέο, προσφυγικό δράμα ξετυλίγεται. Βλέπουμε σπαρακτικές εικόνες ανθρώπων να ξεριζώνονται από τα σπίτια τους και τον τόπο τους, προσπαθώντας να γλυτώσουν από τον θάνατο. Αναμεσά τους, μωρά και μικρά παιδιά.
Πώς αισθάνονται και πώς βιώνουν τα μικρά παιδιά τον πόλεμο; Ποιές είναι οι επιπτώσεις αυτής της τραυματικής κατάστασης και ποιές μόνιμες πληγές θα αφήσει στον ψυχισμό τους;
Τα παιδιά κουβαλούν πολλαπλά τραύματα αφού έχουν εκτεθεί σε βία και πόλεμο. Η σχολική τους εκπαίδευση, διαταράσσεται και η απώλεια φίλων και υποστηρικτικού περιβάλλοντος οδηγεί σε γενική ανασφάλεια και δυσφορία.
Οι ανήλικοι ενδέχεται να έχουν απώλεια μνήμης για δυσάρεστα γεγονότα της ζωής τους για μεγάλο χρονικό διάστημα. Το ταξίδι τους στη χώρα στην οποία καταφεύγουν για να γλυτώσουν τους προκαλεί αγωνία και άγχος.
Όσο μεγαλύτερη είναι η διάρκεια του ταξιδιού, τόσο μεγαλύτερη είναι η έκθεση των ανηλίκων προσφύγων σε απειλητικούς κινδύνους για τη ζωή τους. Πολλά παιδιά πέφτουν στα χέρια λαθρεμπόρων και διακινητών για να εξασφαλίσουν μια ασφαλή διαφυγή από την πατρίδα τους.
Μεγαλύτερος είναι ο κίνδυνος για τα ασυνόδευτα παιδιά τα οποία έρχονται αντιμέτωπα με την απώλεια της οικογένειας, των συγγενών και των φίλων καθώς και με την απώλεια της γλώσσας και της κουλτούρας τους. Τα ασυνόδευτα παιδιά εμφανίζουν έντονα ένα «κοινωνικο-πολιτισμικό σοκ» λόγω της αποκοπής από την κοινότητα που ζούσαν, των εθίμων και των συνηθειών τους.
Το αίσθημα της ταυτότητας του παιδιού διαταράσσεται∙ η αποξένωση, η κοινωνική απομόνωση και η δυσκολία στη σύναψη νέων δεσμών και σχέσεων κυριαρχούν στην παιδική ψυχή. Στη χώρα υποδοχής οι ασυνόδευτοι ανήλικοι αισθάνονται μοναξιά, άγχος για την αποδοχή τους και ντροπή επειδή είναι διαφορετικοί.
Έντονη πίεση χαρακτηρίζει ασυνόδευτους ανηλίκους που πρέπει να προσφέρουν υποστήριξη και φροντίδα στα εναπομείναντα μέλη της οικογένειάς τους (συνήθως στα μικρότερα αδέρφια τους που μπορεί να ταξιδεύουν μαζί τους).
Το ασυνόδευτο παιδί επιβαρύνεται όταν καλείται να αναλάβει γονεϊκό ή ενήλικο ρόλο από τη στιγμή που είναι υπαρκτή η απουσία γονικών φιγούρων στη ζωή του. Το μετατραυματικό στρες αναδύει στην επιφάνεια συμπτώματα και άλλων διαταραχών, θλίψη, αίσθημα ενοχής, ψύχωση, απαισιοδοξία για το μέλλον και αυτοκτονικές πράξεις.
Οι αντιδράσεις των παιδιών με μετατραυματική διαταραχή μπορεί να εκφράζονται μέσω της αποδιοργανωμένης ή διεγερτικής συμπεριφοράς.
Ουσιαστικά, το τραυματικό γεγονός αναβιώνει μέσα από:
- Επαναλαμβανόμενες και ενοχλητικές ανακλήσεις του γεγονότος
- Επανειλημμένα ενοχλητικά όνειρα.
- Συναισθήματα αναβίωσης του γεγονότος.
- Έντονες ενοχλήσεις μετά από νύξεις που μπορεί να συνδυάζονται με το τραυματικό γεγονός.
Οι ανήλικοι με διαταραχή μετατραυματικού στρες (Post-traumatic stress disorder –PTSD), διακρίνονται από την τάση του να αποφεύγουν σκέψεις, συναισθήματα ή και συζητήσεις που σχετίζονται με το τραυματικό γεγονός. Ακόμη αντιδρούν με υπερβολή όταν κάτι τους ξαφνιάσει, εμφανίζουν δυσκολίες στη συγκέντρωση της προσοχής και έχουν συχνά αναίτιες εκρήξεις θυμού. Αποτέλεσμα των συμπτωμάτων αυτών είναι η απομάκρυνση του παιδιού από τους άλλους, το «κλείσιμο» στον εαυτό του και η γενικότερη αποξένωση και απόσυρση.
Σε πολλές περιπτώσεις, ζητήματα όπως η καθυστέρηση στη χορήγηση ασύλου ή ακόμη και απόρριψη χορήγησής του εντείνουν συνεχώς το αίσθημα ανασφάλειας των ασυνόδευτων παιδιών. Το άγχος τους για πιθανή επιστροφή στην πατρίδα τους στην οποία κινδυνεύουν αυξάνει τα συμπτώματα που παρουσιάζουν και επηρεάζει αρνητικά την ψυχολογία τους.
Για τα ασυνόδευτα παιδιά τα νομικά ζητήματα αποτελούν προτεραιότητα γεγονός που διαφαίνεται από το άγχος που αισθάνονται όταν θα πρέπει να προετοιμαστούν για τις συνεντεύξεις τους στις αρμόδιες Υπηρεσίες Ασύλου.
Μέσω της διαδικασίας αυτής είναι αναγκασμένα να βιώσουν αλλά και να αφηγηθούν με κάθε λεπτομέρεια τα τραυματικά γεγονότα στα οποία ήταν αποδέκτες προκειμένου να πείσουν με κάθε τρόπο την Υπηρεσία Ασύλου να κάνει δεκτή την αίτησή τους. Στην περίπτωση απόρριψής τους από τη διαδικασία αναβιώνουν το τραύμα το οποίο συνοδεύεται από απογοήτευση και αίσθημα εγκατάλειψης.
Έρευνα στο Ηνωμένο Βασίλειο στην οποία συμμετείχαν 150 ασυνόδευτοι ανήλικοι από το Αφγανιστάν έδειξε ότι τα παιδιά υπέφεραν από τις ανθυγιεινές συνθήκες διαβίωσης, το περιβάλλον εγκλεισμού, από ταραχώδη ύπνο ενώ καταγράφηκε ότι «η καθημερινότητά τους χαρακτηρίζεται από στέρηση».
Τέλος, ελλιπείς διαδικασίες εντοπισμού και προστασίας ασυνόδευτων ανήλικων παιδιών στον ευρωπαϊκό χώρο εντείνουν νέες δυσκολίες. Τα παιδιά που εντοπίζονται είναι υποχρεωμένα να εισαχθούν στην ονομαζόμενη «προστατευτική φύλαξη» έως ότου μεταφερθούν σε κατάλληλες δομές. Η προστατευτική φύλαξη σημαίνει την παραμονή τους σε κλειστά κέντρα ή στα κρατητήρια αστυνομικών τμημάτων για μεγάλα διαστήματα.
Παράλληλα, οι δομές φιλοξενίας που έχουν συσταθεί για ασυνόδευτους ανηλίκους είναι ελάχιστες ενώ ακόμη και όταν υπάρχουν θέσεις για φιλοξενία, αυτές δίνουν προτεραιότητα στην κάλυψη βασικών αναγκών και όχι στη διαχείριση ζητημάτων ψυχικής υγείας.
Η κράτηση των ασυνόδευτων ανηλίκων λοιπόν στη προστατευτική φύλαξη, επιβαρύνει τη ψυχική υγεία τους, τους προσθέτει επιπλέον άγχος και επιτείνει τα ήδη υπαρκτά προβλήματά τους.
Γίνεται αντιληπτό λοιπόν πως ο επιπολασμός των ψυχικών διαταραχών και ειδικότερα του συνδρόμου PTSD σε ασυνόδευτους ανηλίκους παρουσιάζει σημαντικές διακυμάνσεις.
Τόσο τα παιδιά όσο και οι ενήλικες πρόσφυγες και μετανάστες εμφανίζουν υψηλότερα ποσοστά επικράτησης επιπολασμού της διαταραχής μετατραυματικού στρες συγκριτικά με τον υπόλοιπο πληθυσμό.
Για παράδειγμα, σε μελέτη νεοαφιχθέντων παιδιών προσφύγων προκύπτει ένα ποσοστό από 49% – 69% που εκδηλώνει σημαντικά επίπεδα άγχους ενώ το ποσοστό αυξάνεται δραματικά όταν μέλη της οικογένειας έχουν βασανισθεί ή οι γονείς έχουν χωριστεί από το παιδί τους.
Για το λόγο αυτό, σε ανήλικους πρόσφυγες και μετανάστες δεν εκδηλώνεται ένα κοινό σύμπτωμα διαφόρων διαταραχών αλλά ένα μείγμα συμπτωμάτων που δεν καλύπτεται κατά ανάγκη από μία διαγνωστική κατηγορία.
Το φαινόμενο αυτό επιβεβαιώνεται από μελέτη που παρακολούθησε για αρκετά χρόνια τις περιπτώσεις 46 ανήλικων παιδιών προσφύγων της Καμπότζης όπου το 47% σε διάγνωση παρουσίαζε συννοσηρότητα.
Πιο συγκεκριμένα, αποδείχθηκε η συνύπαρξη περισσοτέρων των μία διαταραχών με:
- τη μετατραυματική διαταραχή στρες να βρίσκεται στην κορυφή με 40%,
- την κατάθλιψη με 21%
- το άγχος στο 10%.
Στη συνέχεια, έπειτα από follow-up 3 ετών διαπιστώθηκε ότι τα ποσοστά ήταν ακόμη υψηλότερα με την PTSD στο 48% και την κατάθλιψη στο 41% στοιχείο που υποδηλώνει ότι οι ανήλικοι με την πάροδο του χρόνου ήταν εκτεθειμένοι σε επιπλέον τραυματικές εμπειρίες (World Health Organization).
Πρακτικές για την αντιμετώπιση του μετατραυματικού στρες περιλαμβάνουν την προσωρινή νοσηλεία στο νοσοκομείο, πιο σπάνια τη φαρμακευτική αγωγή και την επιστροφή στις δομές φιλοξενίας.
Η καλή πρόγνωση για τη ψυχική υγεία των ασυνόδευτων παιδιών είναι στενά συνδεδεμένη με το διαθέσιμο υποστηρικτικό οικογενειακό περιβάλλον, με μία εξωτερική κοινωνική υπηρεσία που θα επιβλέπει και θα ενισχύει τις προσπάθειες του παιδιού καθώς και με
μία θετική διάθεση προσωπικότητας.
ΠΗΓΗ:Απόστολος Ντουχανιάρης, Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου-Σχολή Κοινωνικών Επιστημών.
Διαβάστε επίσης: Ποιες Μ.Κ.Ο. προσφέρουν υπηρεσίες ψυχικής υγείας στα «παιδιά του πολέμου»
www.ertnews.gr