«Πες μου τι θέλεις να κάνω, αλλά μη μου πεις πώς να το κάνω. Αν η απόφασή σου να με προσλάβεις ήταν έξυπνη κίνηση, τότε το έξυπνο θα ήταν να με αφήσεις να κάνω τη δουλειά για την οποία με προσέλαβες»: με τον γλαφυρό αυτό τρόπο και επικαλούμενος τα ευρήματα σχετικής έρευνας, ο δρ Leslie Szamosi (Λέσλι Σαμόζι), καθηγητής στο City College, περιέγραψε την απόλυτη κρισιμότητα που έχει για τους Millennials στη νοτιοανατολική Ευρώπη η αυτονομία στον χώρο εργασίας και η αντίστοιχη ατμόσφαιρα στο εργασιακό περιβάλλον.
Μιλώντας σε εκδήλωση του South-East European Research Centre (SEERC) και του Εμποροβιομηχανικού Επιμελητηρίου Θεσσαλονίκης (ΕΒΕΘ), ο κ.Szamosi επισήμανε πως ο μισθός είναι μεν σημαντικός για τους Millennials (σ.σ. γενικά όσες και όσους έχουν γεννηθεί μεταξύ 1981 και 1996) στη νοτιοανατολική Ευρώπη, αλλά όχι τόσο κρίσιμος όσο μια δουλειά που επιτρέπει την προσωπική ανάπτυξη και την απόκτηση δεξιοτήτων χρήσιμων όχι μόνο για την τρέχουσα θέση εργασίας αλλά και για το μέλλον.
Μια «προκλητική» και απαιτητική δουλειά, που διεγείρει τα εγκεφαλικά κύτταρα, είναι επίσης σημαντική για τους/τις εργαζόμενους αυτής της γενιάς, οι οποίοι τείνουν να είναι λιγότερο αφοσιωμένοι στον οργανισμό για τον οποίο εργάζονται, σε σχέση με τις προηγούμενες γενιές.
Όταν το κινητό ζύγιζε 4,5 κιλά
Κατά τον κ.Szamosi, σε μια εποχή που στον ίδιο χώρο εργασίας μπορεί να συνυπάρχουν μέχρι και τέσσερις διαφορετικές γενιές -οι Baby boomers (όσες και όσοι έχουν γεννηθεί μεταξύ 1946 και 1964), οι εκπρόσωποι της Generation X (1965-1981), oι Millennials και η Generation Z (τέλος δεκαετίας 1990 ως αρχές δεκαετίας 2000), οι εργοδότες/εργοδότριες είναι άστοχο να κάνουν υποθέσεις για το τι θέλουν οι νεότεροι, με βάση τα όσα γνωρίζουν οι ίδιοι από την εμπειρία τους.
Κι αυτό γιατί όλα έχουν αλλάξει άρδην μέσα σε λίγες δεκαετίες. Όπως ανέφερε ενδεικτικά, το 1985, όταν οι πρώτοι εκπρόσωποι αυτής της γενιάς έρχονταν στη ζωή ή ήταν βρέφη ή μικρά παιδιά, το κινητό τηλέφωνο «Vodafone VT1» ζύγιζε πάνω από 4,5 κιλά και ήθελε φόρτιση 10 ωρών, που εξασφάλιζαν μόλις 30 λεπτά συνομιλίας, η ΕΕ ήθελε ακόμα οκτώ χρόνια για να ιδρυθεί, ενώ ο Μιχαήλ Γκορμπατσόφ αναλάμβανε τα καθήκοντά του ως ο τελευταίος ηγέτης της ΕΣΣΔ.
Gen Z: Διασυνδεμένη γενιά με υψηλές προσδοκίες
Δυναμικά χαρακτηριστικά – αν και σε ορισμένα ζητήματα πολύ διαφορετικά από των Millennials – έχει και η γενιά των «ψηφιακών ιθαγενών», η «Generation Z». Η συγκεκριμένη γενιά, οι πρώτοι εκπρόσωποι της οποίας γεννήθηκαν γύρω στο 1996, όταν μόλις 45 εκατομμύρια άνθρωποι χρησιμοποιούσαν το Ιντερνετ παγκοσμίως, θέλει να ακούγεται η γνώμη της στον εργασιακό χώρο, επιθυμεί η δουλειά της να έχει αντίκτυπο και μπαίνει στον εργασιακό στίβο με πολύ υψηλές προσδοκίες και επιθυμεί την ευελιξία.
Παράλληλα, οι εκπρόσωποι της Gen Z έχoυν πολύ μικρότερο attention span (χρονική διάρκεια κατά την οποία κάποιος μπορεί να μείνει προσηλωμένος σε κάτι), κι αυτό σημαίνει ότι χρειάζεται να τους «κερδίσεις» σε λίγα λεπτά. Είναι μια γενιά «πεινασμένη» για αλλαγές και πράξεις, που απεχθάνεται τη γραφειοκρατία, είναι ικανή να κάνει πολλά πράγματα ταυτόχρονα (multi-tasking) σε πολύ υψηλό επίπεδο, είναι πιο ανεξάρτητη παρά συνεργατική (αλλά έχει την ικανότητα να παράγει εξαιρετικές και πρωτοποριακές ιδέες αν αφεθεί ελεύθερη), πιο αισιόδοξη για το μέλλον, σε σχέση με άλλες γενιές, γιατί πιστεύει ότι μπορεί να αλλάξει τα πράγματα και λιγότερο ανεκτική σε εργοδοτικές συμπεριφορές που δεν ανέρχονται στο ύψος των προσδοκιών της.
Επιπλέον, είναι μια γενιά διαρκώς διασυνδεμένη, με αδιάλειπτη πρόσβαση στη συλλογή και αξιοποίηση πληροφορίας. Όπως ανέφερε ο κ.Szamosi, από έρευνα που έγινε μεταξύ εκπροσώπων της Gen Z προέκυψε ότι το 98% αυτών κρατάει το κινητό του σε απόσταση που μπορεί να το πιάσει με μια κίνηση του χεριού, 24 ώρες το 24ωρο, επτά ημέρες την εβδομάδα.
Συχνά ιεραρχούν τη διασυνδεσιμότητα υψηλότερα από πιο βασικές ανάγκες, όπως το φαγητό, αφού μπορούν να χάσουν ένα ή περισσότερα γεύματα, αλλά όχι τη σύνδεσή τους στο Διαδίκτυο, κάτι που είναι ακόμα πιο εμφανές στους εκπροσώπους της Generation Αlpha (γεν. από το 2010 και μετά).
Οι «Gen Zs» διαπνέονται ακόμα από επιχειρηματικό πνεύμα, αλλά συχνά είναι περισσότερο «intrapreneurial» από ό,τι «entrepreneurial», υπό την έννοια ότι αγαπούν να αναπτύσσουν πρότζεκτ με επιχειρηματικό χαρακτήρα, αλλά λειτουργώντας μέσα στο δίχτυ ασφαλείας ενός οργανισμού.
Για τους εκπροσώπους αυτής της γενιάς οι οικονομικές απολαβές είναι λιγότερο σημαντικές από ό,τι για τους millennials και η εργασιακή ασφάλεια πιο σημαντική, αν και δεν θα διστάσουν να φύγουν από μια εταιρεία ή έναν οργανισμό, αν αισθανθούν ότι το εργασιακό περιβάλλον δεν τους/τις ικανοποιεί και δεν τους δίνει κίνητρο ή ο/η εργοδότης δεν τους αντιμετωπίζει με σοβαρότητα. Χρειάζονται συχνό feedback (ανατροφοδότηση), ενώ είναι πιο ανταγωνιστικοί από τους Millennials.
Το τρένο της Gen Z αλλάζει το μάνατζμεντ
«Το καλύτερο που έχουμε να κάνουμε είναι να πηδήσουμε πάνω στο “τρένο” των εκπροσώπων της Gen Z και να κινηθούμε μαζί τους» είπε χαρακτηριστικά ο κ.Szamosi, προσθέτοντας ότι χώρες όπως η Ελλάδα έχουν τεράστιο δυναμικό αν καταφέρουν να κινητοποιήσουν τους εκπροσώπους αυτής της γενιάς, να τους αξιοποιήσουν και να πορευτούν προς τα μπροστά.
Ταυτόχρονα όμως, είπε, χώρες όπως η Ελλάδα χρειάζεται να ξανασκεφτούν τον τρόπο με τον οποίο ασκείται το μάνατζμεντ, ώστε οι εκπρόσωποι αυτής γενιάς να νιώθουν ότι έχουν ό,τι χρειάζονται για να παραμείνουν στη χώρα. «Δώστε τους ευελιξία και ευκαιρίες να μαθαίνουν, ώστε να δημιουργηθεί το αναγκαίο θεμέλιο για αυτούς» είπε και πρόσθεσε «Χρειαζόμαστε περισσότερους εκπροσώπους αυτής της γενιάς και στις κυβερνήσεις».
Ο κ.Szamosi παρουσίασε ακόμα τα αποτελέσματα του προγράμματος ESMERALD για την ανθεκτικότητα των μικρομεσαίων επιχειρήσεων μετά την πανδημία, στο οποίο μετείχαν επτά εταίροι από έξι χώρες και από το οποίο προέκυψαν τέσσερα πεδία-κλειδιά, όπου χρειάζεται να δοθεί έμφαση για την επιβίωση και ανάπτυξή τους. Τα πεδία αυτά αφορούν την ανάπτυξη εργαλείων για την on-line ψηφιακή κυβερνοασφάλεια, το ηλεκτρονικό εμπόριο και τη χρηματοδότηση, την ψηφιακή ευζωία και την έξυπνη εργασία/τους ψηφιακούς νομάδες.
Όπως είπε, δεν είναι τυχαίο ότι πολλές από τις επιχειρήσεις, που πραγματοποίησαν άμεσες επενδύσεις στη Θεσσαλονίκη τα τελευταία χρόνια, αναζητούν τρόπους για να αξιοποιήσουν τους/τις εργαζόμενες στην πόλη και σε πρότζεκτ που γίνονται σε άλλες χώρες.
Το «Work Smart-Working from Home», ένα πρότζεκτ του προγράμματος ERASMUS+,με εταίρους από την Ιρλανδία, την Ισπανία και την Ιταλία, στο οποίο μετέχει ο Σύνδεσμος Εξαγωγέων-ΣΕΒΕ, παρουσίασε η Μαίη Δεμερτζή.
Όπως είπε, το 2018, το 5,2% των απασχολουμένων ηλικίας 15 έως 64 ετών στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) εργαζόταν συνήθως από το σπίτι. Το μερίδιο αυτό παρέμεινε σταθερό γύρω στο 5% κατά την τελευταία δεκαετία (πριν από την πανδημία). Όμως, μετά τον αντίκτυπο της πανδημίας του COVID, η εργασία από το σπίτι μερικές φορές ή η υβριδική εργασία, έχει γίνει «ο κανόνας» για πολλές εταιρείες.
Δεδομένης αυτής της κατάστασης, οι χώροι εργασίας πρέπει να επιλύσουν θέματα για την εύρυθμη απομακρυσμένη εργασία, καθώς η πρόσβαση σε διάφορα συστήματα από το σπίτι μπορεί να είναι μια σοβαρή πρόκληση. Αυτούς ακριβώς τους στόχους εξυπηρετεί το έργο.
Υποδεχόμενος τους ομιλητές στην εκδήλωση, ο αντιπρόεδρος του ΕΒΕΘ, Μανώλης Βλαχογιάννης, αναφέρθηκε στην ψηφιοποίηση και την ανάληψη δράσης για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής ως βασικούς παράγοντες για την ανάπτυξη σε μια περίοδο που χαρακτηρίζεται από το ακρωνύμιο VUCA -Volatility (μεταβλητότητα), Uncertainty (αβεβαιότητα), Complexity (συνθετότητα) και Ambiguity (ασάφεια, αμφισημία). Xαιρετισμό στην εκδήλωση απηύθυνε ο δρ Νίκος Ζαχαρής, διευθυντής του SEERC.
www.ertnews.gr