Η αυτοκτονία του βασιλιά των anti-virus, Τζον ΜακΆφι (John McAfee) σε φυλακή της Καταλονίας έκανε τον γύρο του διαδικτύου και έφερε στην επιφάνεια το σκοτεινό παρελθόν του.
Κατηγορήθηκε για τη δολοφονία ενός γείτονά του, συνελήφθη να συζεί με ένα 16χρονο κορίτσι σε ένα σπίτι – οπλοστάσιο, αυτοπροσδιοριζόταν ως γκουρού κρυπτονομισμάτων, διεκδίκησε δύο φορές την προεδρία των ΗΠΑ ενώ ήταν αντιμέτωπος με φορολογικές ποινικές κατηγορίες, που φέρουν ποινή φυλάκισης έως 30 χρόνια.
Ο θάνατος του πατέρα του, η ΝΑΣΑ και οι εθισμοί
Γεννήθηκε στο Σίντερφορντ, σε στρατιωτική βάση των ΗΠΑ στο Ηνωμένο Βασίλειο, στις 18 Σεπτεμβρίου του 1945. Ο πατέρας του ήταν Αμερικάνος και η μητέρα του Βρετανίδα. Ο ίδιος συνήθιζε να τονίζει ότι αισθανόταν το ίδιο Βρετανός όσο και Αμερικάνος, παρότι μεγάλωσε στη Βιρτζίνια των ΗΠΑ.
Στην ηλικία των 15 ετών ο «βίαιος και αλκοολικός» πατέρας του αυτοκτόνησε.
Το 1967, ο ΜακΑφι πήρε πτυχίο στα μαθηματικά από το Roanoke College της Βιρτζίνια και από το 1968 ξεκίνησε να εργάζεται ως προγραμματιστής στο Ινστιτούτο Διαστημικών Μελετών της NASA στη Νέα Υόρκη, στο διαστημικό πρόγραμμα Απόλλων (Apollo).
Έκτοτε δούλεψε σε αρκετές διάσημες εταιρείες ως μηχανικός λογισμικού.
Καθώς η καριέρα του στους υπολογιστές «άνθιζε«, η εξάρτησή του από το αλκοόλ και τα ναρκωτικά, που είχε ξεκινήσει από τα φοιτητικά του χρόνια, μεγάλωνε. Λέγεται πως συνήθιζε να παίρνει LSD πριν από τη βάρδιά του στη δουλειά και να σνιφάρει γραμμές κοκαΐνης στο γραφείο του, πίνοντας ταυτόχρονα ουίσκι.
Το 1983 έφτασε ένα βήμα πριν τον θάνατο. Όπως εξομολογήθηκε αρκετά χρόνια αργότερα, σκέφτηκε να αυτοκτονήσει, όταν βρισκόταν στο άδειο σπίτι του, από το οποίο είχε πουλήσει όλα τα έπιπλα για να παίρνει ναρκωτικά. Ωστόσο, προτίμησε να γραφτεί στους Ανώνυμους Αλκοολικούς και έτσι απομακρύνθηκε από το αλκοόλ μέχρι το τέλος της ζωής του.
Ο βασιλιάς του anti-virus
Αρχές της δεκαετίας του 1980, ενώ εργαζόταν στη Lockheed, έλαβε ένα αντίγραφο του Brain, του πρώτου κακόβουλου λογισμικού για υπολογιστή που έχει υπάρξει ποτέ. Έτσι, άρχισε να αναπτύσσει ειδικό λογισμικό για την καταπολέμηση των ιών.
Ήταν η πρώτη φορά στην ιστορία των υπολογιστών που θα κυκλοφορούσε anti-virus λογισμικό και μάλιστα θα έφερε την υπογραφή του.
Ήταν η τέλεια επιχειρηματική ευκαιρία.
Έτσι, το 1987, ίδρυσε την McAfee Associates Inc., μέσω της οποίας πούλησε το πρόγραμμά του, δηλαδή το πρώτο λογισμικό anti-virus στην αγορά.
Μέσα σε 5 χρόνια, μεγάλες επιχειρήσεις των ΗΠΑ χρησιμοποιούσαν το λογισμικό του και σύντομα τα κέρδη της εταιρείας εκτοξεύτηκαν σε 5 εκατομμύρια τον χρόνο.
Σύμφωνα με την Daily Mail, βασικό στοιχείο του μάρκετινγκ που υιοθέτησε ο ΜακΑφι ήταν η δημιουργία φόβου στους Αμερικανούς για κυβερνοεπιθέσεις με ιούς από το εξωτερικό. Τη δεκαετία του 1990, για παράδειγμα, ισχυρίστηκε πως ένας νέος τότε ιός, ο»Μιχαήλ Άγγελος», θα «χτυπούσε» τους υπολογιστές τουλάχιστον 5 εκατομμυρίων Αμερικανών.
Στην πραγματικότητα λιγότεροι από 100.000 υπολογιστές επηρεάστηκαν, όμως οι πωλήσεις της McAfee εκτοξεύτηκαν στα ύψη!
Τον Αύγουστο του 1993, για άγνωστο λόγο, ο ΜακΑφι παραιτήθηκε από διευθύνων σύμβουλος και τον επόμενο χρόνο πούλησε ό,τι μερίδιο του είχε απομείνει στην εταιρεία και δεν είχε περαιτέρω ανάμειξη στις δραστηριότητές της. Το 2010, η McAfee αγοράστηκε από τον κατασκευαστή chip υπολογιστών Intel για 7,7 δισ. δολάρια και λίγα χρόνια αργότερα ανακοίνωσε πως θα πουλά τα προϊόντα της ως «Intel Security».
Το όνομα McAfee εξαφανίστηκε από τον χώρο των anti-virus και ο ΜακΑφι εξέφρασε την παράδοξη ικανοποίησή του:
«Είμαι πλέον αιώνια ευγνώμων στην Intel που με απελευθέρωσε από αυτή την τρομερή σύνδεση με το χειρότερο λογισμικό στον πλανήτη», δήλωσε.
Το «χαρέμι» στο Μπελίζ
Ήταν η περίοδος που είχε ξεκινήσει να πιστεύει ότι η αμερικανική κυβέρνηση τον κυνηγούσε. Προκειμένου να «ξεφύγει», πούλησε τα περισσότερα από τα υπάρχοντά του, χώρισε από τη σύζυγό του και τον Απρίλιο του 2008 μετακόμισε στο Μπελίζ, όπου διατηρούσε ένα μεγάλο ακίνητο.
Διέκοψε κάθε επαφή με την «ευγενική κοινωνία», όπως αποκαλούσε τον προγενέστερο κοινωνικό κύκλο του και έκανε παρέα αποκλειστικά με ντόπιους της περιοχής. Σύχναζε στο «Lover’s», σ’ ένα μπαρ που λειτουργούσε και ως οίκος ανοχής και που ο ίδιος υποστήριζε πως του ανήκε.
Εκεί, ο ιδιοκτήτης του μπαρ του γνώρισε μια 16χρονη κοπέλα, την Έιμι Εμσγουίλερ. Μέσα σε ένα μήνα από την συνάντησή τους, είχαν συνάψει ερωτικό δεσμό.
Μέχρι το 2013, ο ΜακΑφι είχε φτάσει να συζεί με 7 γυναίκες ταυτόχρονα στο σπίτι του στο Μπελίζ.
Ήταν η περίοδος που γνώρισε τη μέλλουσα σύζυγό του, Τζανίς Ντισόν, με την οποία παρέμεινε παντρεμένος μέχρι το θάνατό του.
Κατηγορούμενος για δολοφονία
Στις 12 Νοεμβρίου του 2012, ο ΜακΑφι κρίθηκε ύποπτος για τη δολοφονία του γείτονά του στο Μπελίζ, Γκρέγκορι Φολ. Ο Φολ βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του, το οποίο ήταν δίπλα σε αυτό του Μακάφι, με ένα τραύμα από όπλο στο κεφάλι του. Οι εισαγγελείς στράφηκαν στον ΜακΑφι, επειδή, σύμφωνα με μαρτυρίες, τα άγρια σκυλιά που φρουρούσαν το σπίτι του ήταν συχνή αιτία καβγά με τους γείτονές του.
Προκειμένου να αποφύγει τον εντοπισμό του από τις Αρχές και την ενδεχόμενη σύλληψή του, έστειλε τον «σωσία» του για δόλωμα.
Πράγματι, ο «σωσίας» συνελήφθη και ο ΜακΑφι διέφυγε στην Γουατεμάλα. Ωστόσο, μετά από αίτημα των αρχών του Μπελίζ συνελήφθη και εκδόθηκε στις ΗΠΑ.
Αν και η ενοχή του δεν επιβεβαιώθηκε ποτέ, η οικογένεια του νεκρού γείτονα κατέθεσε αγωγή θανάτου εναντίον της οικογένειας McAfee και το 2020, δικαστήριο στη Φλόριντα διέταξε να πληρώσει στην οικογένεια του θύματος περισσότερα από 25 εκατομμύρια δολάρια.
Διαρκώς καταζητούμενος
Το 2015 ο ΜακΑφι συνελήφθη στις ΗΠΑ για οδήγηση υπό την επήρεια ουσιών και κατοχή όπλου.
Το 2019 ανακοίνωσε ότι δραπέτευσε από τις ΗΠΑ, επειδή ασκήθηκε δίωξη εις βάρος του για φοροδιαφυγή.
Ο Μακάφι και η Τζάνις ξεκίνησαν να ταξιδεύουν στην Καραϊβική με το Freedom Boat του και ο Μακάφι φρόντιζε να ενημερώνει διαρκώς τους ακόλουθούς του στα social media και να εκφωνεί λόγους, απειλώντας να «ξεμπροστιάσει» τους διεφθαρμένους αξιωματούχους των ΗΠΑ που «τον καταδίωκαν άδικα».
Τον Ιούλιο του ίδιου έτους, έγραψε σε tweet ότι τον είχαν συλλάβει στο σκάφος του, στη Δομινικανή Δημοκρατία. Υπήρχαν υποψίες ότι βρισκόταν μαζί με άλλα πέντε άτομα και ταξίδευαν μεταφέροντας όπλα, πυρομαχικά και στρατιωτικές στολές. Αργότερα, όμως, αφέθηκε ελεύθερος.
Το 2020, εμφανίστηκε στη Νορβηγία και υποστήριξε ότι συνελήφθη, επειδή φορούσε ένα στρίνγκ αντί για μάσκα κατά του κορονοϊού.
Τον Οκτώβριο, συνελήφθη στην Ισπανία και τέθηκε υπό κράτηση.
Βρισκόταν ακόμα στη φυλακή όταν εισαγγελείς στις ΗΠΑ του άσκησαν δίωξη για την παράνομη πρακτική διαχείρισης κρυπτονομισμάτων «pump and dump«. Το υπουργείο Δικαιοσύνης ισχυρίστηκε ότι «φούσκωνε» επίτηδες την τιμή ενός κρυπτονομίσματος τουιτάροντας για αυτό, με μοναδικό σκοπό να το πουλήσει όταν θα κορυφωνόταν το ενδιαφέρον. Ο ίδιος αρνήθηκε την ενοχή του, ισχυριζόμενος ότι η μοναδική πρόθεσή του ήταν να βοηθήσει του followers του. Σταθερό στοιχείο σε κάθε του δήλωση ήταν η διαφθορά της αμερικανικής κυβέρνησης.
Στις 23 Ιουνίου βρέθηκε νεκρός στο κελί του στις φυλακές της Καταλονίας.
«Όλα δείχνουν αυτοκτονία. Πιθανώς κρεμάστηκε με σκοινί» ανέφεραν οι επίσημες δημοσιογραφικές πηγές»
Διαβάστε ακόμα στη «ΜτΧ»: Είχε εγκαταλειφθεί δίπλα σε κάδο σκουπιδιών ως μωρό και έγινε εκατομμυριούχος εφευρέτης. Η ιστορία του Φρέντι Φίγκερς
The post Το σκοτεινό παρελθόν του Τζον ΜακΑφι. Από προγραμματιστής στη NASA, βασιλιάς των anti-virus, υποψήφιος πρόεδρος των ΗΠΑ, φοροφυγάς και ύποπτος για δολοφονία appeared first on ΜΗΧΑΝΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ.