Επιστήμονες στις ΗΠΑ αναδημιούργησαν τα πρόσωπα τριών ανδρών που έζησαν στην αρχαία Αίγυπτο πριν από περισσότερα από 2.000 χρόνια. Οι ψηφιακές αναπαραστάσεις απεικονίζουν τους άνδρες σε ηλικία 25 ετών, με βάση τα δεδομένα DNA που εξήχθησαν από τα μουμιοποιημένα λείψανά τους.
Οι μούμιες προέρχονταν από το Abusir el-Meleq, μια αρχαία αιγυπτιακή πόλη σε μια πεδιάδα στα νότια του Καΐρου, και θάφτηκαν μεταξύ του 1380 π.Χ. και του 425 μ.Χ. Επιστήμονες του Ινστιτούτου Μαξ Πλανκ για την Επιστήμη της Ανθρώπινης Ιστορίας, στη Γερμανία, ανέλυσαν την αλληλουχία του DNA των μουμιών το 2017. Αυτή ήταν η πρώτη επιτυχής ανακατασκευή του γονιδιώματος μιας αρχαίας αιγυπτιακής μούμιας.
Τώρα, οι ερευνητές της Parabon NanoLabs, μιας εταιρείας τεχνολογίας DNA στη Βιρτζίνια, χρησιμοποίησαν αυτά τα γενετικά δεδομένα για να δημιουργήσουν τρισδιάστατα μοντέλα των προσώπων των μουμιών μέσω μιας διαδικασίας (forensic DNA phenotyping) που χρησιμοποιεί τη γενετική ανάλυση για να προβλέψει τα χαρακτηριστικά του προσώπου και άλλες πτυχές της φυσικής εμφάνισης ενός ατόμου.
«Αυτή είναι η πρώτη φορά που εκτελείται ολοκληρωμένη φαινοτυπική ανάλυση DNA σε ανθρώπινο DNA αυτής της ηλικίας», ανέφεραν εκπρόσωποι της Parabon σε ανακοίνωσή τους.
Οι επιστήμονες χρησιμοποίησαν μια μέθοδο που ονομάζεται Snapshot για να προβλέψουν την καταγωγή, το χρώμα του δέρματος και τα χαρακτηριστικά του προσώπου των ανδρών. Διαπίστωσαν ότι οι άνδρες είχαν ανοιχτόχρωμο καστανό δέρμα με σκούρα μάτια και μαλλιά και η γενετική τους σύνθεση ήταν πιο κοντά σε εκείνη των σύγχρονων ατόμων από τη Μεσόγειο ή τη Μέση Ανατολή, παρά σε εκείνη των σύγχρονων Αιγυπτίων.
Στη συνέχεια, οι ερευνητές δημιούργησαν τρισδιάστατα πλέγματα που σκιαγραφούσαν τα χαρακτηριστικά του προσώπου των μουμιών και έφτιαξαν χάρτες θερμότητας για να αναδείξουν τις διαφορές μεταξύ των τριών ατόμων και να βελτιώσουν τις λεπτομέρειες κάθε προσώπου. Στη συνέχεια, ο ιατροδικαστής της Parabon συνδύασε αυτά τα αποτελέσματα με τις προβλέψεις του Snapshot σχετικά με το χρώμα του δέρματος, των ματιών και των μαλλιών.
Το αρχαίο ανθρώπινο DNA μπορεί να αποτελέσει πρόκληση γιατί είναι συχνά αλλοιωμένο και αναμιγνύεται με βακτηριακό DNA, δήλωσε η Έλεν Γκρέιτακ, διευθύντρια βιοπληροφορικής της Parabon.
«Μεταξύ αυτών των δύο παραγόντων, η ποσότητα του ανθρώπινου DNA που είναι διαθέσιμη για αλληλούχιση μπορεί να είναι πολύ μικρή», εξήγησε η Γκρέιτακ στο Live Science. Ωστόσο, επειδή tο DNA είναι κοινό στο 99,9% των ανθρώπων, οι επιστήμονες δεν χρειάζονται ολόκληρο το γονιδίωμα για να αντλήσουν μια φυσική εικόνα ενός ατόμου. Αντίθετα, χρειάζεται να αναλύσουν μόνο ορισμένα συγκεκριμένα σημεία του γονιδιώματος που διαφέρουν μεταξύ των ανθρώπων, γνωστά ως πολυμορφισμοί μονού νουκλεοτιδίου (SNPs). Πολλά από αυτά τα SNPs κωδικοποιούν φυσικές διαφορές μεταξύ των ατόμων, πρόσθεσε η επιστήμονας.
Ωστόσο, μερικές φορές το αρχαίο DNA δεν παρέχει αρκετά SNPs για τον ακριβή προσδιορισμό ενός συγκεκριμένου χαρακτηριστικού. Σε αυτές τις περιπτώσεις, οι επιστήμονες μπορούν να αντικαταστήσουν τα γενετικά δεδομένα που απουσιάζουν με υποκατάστατες τιμές που προέρχονται από άλλα, παρόμοια SNPs, δήλωσε η Τζάνετ Κάντι, επιστήμονας βιοπληροφορικής της Parabon. Οι στατιστικές που υπολογίζονται από χιλιάδες γονιδιώματα αποκαλύπτουν πόσο στενά σχετίζεται κάθε SNP με έναν απόντα γείτονα. Από εκεί και πέρα, οι ερευνητές μπορούν να κάνουν μια στατιστική πρόβλεψη για το ποιο ήταν το SNP που έλειπε.
Οι διαδικασίες που χρησιμοποιήθηκαν σε αυτές τις αρχαίες μούμιες θα μπορούσαν να βοηθήσουν τους επιστήμονες να αναδημιουργήσουν πρόσωπα για την ταυτοποίηση σύγχρονων λειψάνων, συμφωνα με τους επιστήμονες. Από τις περίπου 175 ανεξιχνίαστες υποθέσεις που έχει βοηθήσει η Parabon να επιλυθούν, εννέα έχουν αναλυθεί με τις τεχνικές αυτής της μελέτης.
ΠΗΓΗ: Live Science
www.ertnews.gr